— Δεν υπάρχει άλλος δρόμος; είπε ο Φαραμίρ. Πώς το ξέρεις αυτό; Και ποιος έχει εξερευνήσει όλα τα όρια αυτού του σκοτεινού βασίλειου;
Κοίταξε πολλή ώρα σκεφτικά το Γκόλουμ. Σε λίγο μίλησε πάλι: — Πάρε από δω αυτό το πλάσμα, Άνμπορν. Να του φερθείς ευγενικά, αλλά να το προσέχεις. Κι εσύ, Σμήγκολ, μην προσπαθήσεις να βουτήξεις στους καταρράχτες. Οι βράχοι έχουν τέτοια δόντια, που θα σε κομματιάσουν πριν της ώρας σου. Άφησε μας τώρα και πάρε και το ψάρι σου!
Ο Άνμπορν βγήκε έξω και το Γκόλουμ βγήκε μπροστά του μαζεμένο από το φόβο. Η κουρτίνα τραβήχτηκε κι έκρυψε το κοίλωμα.
— Φρόντο, νομίζω πως κάνεις μεγάλη απερισκεψία, είπε ο Φαραμίρ. Δε νομίζω πως πρέπει να πας μ’ αυτό το πλάσμα. Είναι γεμάτο κακία.
— Όχι, δεν είναι πέρα ως πέρα γεμάτο κακία, είπε ο Φρόντο.
— Όχι ολοκληρωτικά, ίσως, είπε ο Φαραμίρ· αλλά η κακία το κατατρώει σαν καρκίνος και το κακό αυξάνεται. Δε θα σε οδηγήσει σε τίποτα καλό. Αν θέλεις να το αποχωριστείς, θα του εξασφαλίσω άδεια κυκλοφορίας και οδηγό για οποιοδήποτε σημείο των συνόρων της Γκόντορ κατονομάσει.
— Δε θα δεχτεί, είπε ο Φρόντο. Θα με ακολουθήσει όπως το κάνει εδώ και πολύν καιρό. Και του έχω υποσχεθεί πολλές φορές να το πάρω υπό την προστασία μου και να πάω όπου με οδηγήσει. Θα μου ζητούσες ν’ αθετήσω το λόγο μου;
— Όχι, είπε ο Φαραμίρ. Η καρδιά μου όμως το ζητάει. Γιατί φαίνεται λιγότερο κακό να συμβουλέψεις κάποιον άλλον ν’ αθετήσει το λόγο του παρά να το κάνεις εσύ ο ίδιος, ιδιαίτερα όταν βλέπεις ένα φίλο να δεσμεύεται, χωρίς να έχει επίγνωση για το κακό του. Αλλά όχι... αν έρχεται μαζί σου, πρέπει τώρα να τον υπομείνεις. Αλλά δε νομίζω πως είσαι υποχρεωμένος να πας στην Κίριθ Ούνγκολ, για την οποία σου έχει πει λιγότερα απ’ όσα ξέρει. Αυτό τουλάχιστον το διέκρινα καθαρά στο μυαλό του. Μην πας στην Κίριθ Ούνγκολ!
— Τότε, πού να πάω; είπε ο Φρόντο. Πίσω στη Μαύρη Πύλη και να παραδοθώ στη φρουρά; Τι κακό ξέρεις γι’ αυτόν τον τόπο που κάνει τ’ όνομά του τόσο φοβερό;
— Τίποτα σίγουρο, είπε ο Φαραμίρ. Εμείς από την Γκόντορ δεν περνάμε ποτέ ανατολικά από το Δρόμο τον καιρό αυτόν και κανένας από μας τους νεότερους δεν το έχει κάνει, ούτε έχει κανείς μας πατήσει το πόδι του στα Βουνά της Σκιάς. Γι’ αυτά ξέρουμε μόνο παλιές διηγήσεις και τις διαδόσεις παλιών ημερών. Αλλ’ όμως υπάρχει κάποιος μαύρος τρόμος που κατοικεί στα περάσματα πάνω από τη Μίνας Μόργκουλ. Αν ποτέ ειπωθεί το όνομα της Κίριθ Ούνγκολ, οι γέροντες και αυτοί που ξέρουν τις παραδόσεις πανιάζουν και σωπαίνουν.
»Η κοιλάδα της Μίνας Μόργκουλ έπεσε στα χέρια του κακού πάρα πολύ παλιά και ήταν απειλή και φόβος όσον καιρό ο εξόριστος Εχθρός κατοικούσε ακόμη πολύ μακριά και το Ιθίλιεν ήταν ακόμη, κατά το μεγαλύτερο μέρος, στην κατοχή μας. Καθώς ξέρεις, εκείνη η πόλη ήταν κάποτε ένας τόπος ισχυρός, περήφανη και ωραία, η Μίνας Ίθιλ, η δίδυμη αδελφή της δικής μας πόλης. Αλλά την πήραν βάρβαροι που ο Εχθρός, τότε που πρωτοήταν δυνατός, είχε υποτάξει, και που τριγυρνούσαν ξεσπιτωμένοι και ακέφαλοι σαν έπεσε αυτός. Λέγεται πως οι άρχοντες τους ήταν άνθρωποι του Νούμενορ που είχαν πέσει στο σκοτάδι της κακίας· σ’ αυτούς ο Εχθρός είχε δώσει δαχτυλίδια με δύναμη και τους είχε καταβροχθίσει· ζωντανά φαντάσματα είχαν καταντήσει, τρομερά και κακοποιά. Όταν έφυγε, πήραν τη Μίνας Ίθιλ και εγκαταστάθηκαν εκεί, και τη γέμισαν, μαζί μ’ όλη την κοιλάδα γύρω, με σαπίλα· έδειχνε άδεια και δεν ήταν, γιατί ένας ακαθόριστος φόβος ζούσε μέσα στα ερειπωμένα τείχη. Ήταν Εννέα Άρχοντες και, μετά την επιστροφή του Αφέντη τους που την υποβοήθησαν και προετοίμασαν κρυφά, έγιναν πάλι δυνατοί. Ύστερα οι Εννέα Καβαλάρηδες ξεχύθηκαν από τις πύλες του τρόμου κι εμείς δεν μπορούσαμε να τους αντισταθούμε. Μην πλησιάσεις το κάστρο τους. Θα σε δουν από μακριά. Μην πας από κείνο το δρόμο!
— Αλλά πού αλλού μπορείς να με κατευθύνεις; είπε ο Φρόντο. Δεν μπορείς εσύ ο ίδιος, λες, να με οδηγήσεις στα βουνά, ούτε πάνω από αυτά. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να πάω πάνω απ’ τα βουνά, απ’ την ιερή υποχρέωση που ανέλαβα στο Συμβούλιο, να βρω κάποιο δρόμο ή να χαθώ προσπαθώντας. Κι αν γυρίσω πίσω, αν απαρνηθώ το δρόμο και το πικρό του τέλος, τότε πού θα βρω τόπο να σταθώ ανάμεσα στους Ανθρώπους και στα Ξωτικά; Εσύ θα μ’ έπαιρνες στην Γκόντορ μ’ αυτό το Πράγμα, το Πράγμα που τρέλανε τον αδελφό σου απ’ την επιθυμία; Τι μάγια θα ’πλεκε στη Μίνας Τίριθ; Να γίνουν δυο πόλεις σαν τη Μίνας Μόργκουλ, να χαμογελάει η μια στην άλλη πάνω απ’ τη νεκρή γη που θα ’χει γεμίσει σαπίλα;