Выбрать главу

— Δε θα το ’θελα έτσι, είπε ο Φαραμίρ.

— Τότε, τι θα ’θελες να κάνω;

— Δεν ξέρω. Μόνο δε θα ’θελα να πας στο θάνατο ή στα βασανιστήρια. Και δε νομίζω πως ο Μιθραντίρ θα είχε διαλέξει αυτόν το δρόμο.

— Αφού όμως έφυγε, εγώ πρέπει ν’ ακολουθήσω όποιους δρόμους μπορώ να βρω. Και δεν υπάρχει καιρός για μακρόχρονα ψαξίματα, είπε ο Φρόντο.

— Είναι σκληρή μοίρα και ανέλπιδη αποστολή, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά τουλάχιστο θυμήσου την προειδοποίηση μου: πρόσεχε αυτόν τον οδηγό, το Σμήγκολ. Έχει κάνει φόνο πρωτύτερα. Το διαβάζω μέσα του.

Αναστέναξε.

— Λοιπόν, έτσι ανταμώνουμε και χωρίζουμε, Φρόντο γιε του Ντρόγκο. Δεν έχεις ανάγκη από ομορφοστολισμένα λόγια. Δεν ελπίζω να σε δω ξανά κάποια άλλη μέρα στο φως αυτού του Ήλιου. Αλλά θα φύγεις τώρα με την ευχή μου για σένα και για ολόκληρο το λαό σου. Ξεκουράσου λιγάκι, ώσπου να σου ετοιμάσουμε φαγητό.

»Πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μάθω πώς αυτός ο σερνόμενος ο Σμήγκολ απέκτησε αυτό το Πράγμα, για το οποίο μιλάμε, και πώς το έχασε, αλλά δε θα σε σκοτίσω τώρα. Αν ποτέ, ανέλπιστα, γυρίσεις στη γη των ζωντανών και ξαναλέμε τις ιστορίες μας, καθισμένοι πλάι στον τοίχο στον ήλιο, γελώντας με τις παλιές πίκρες, τότε θα μου πεις. Ως τότε, ή ως κάποια άλλη φορά πιο πέρα από κει που βλέπουν οι Ενορατικές Σφαίρες του Νούμενορ, έχε γεια!

Σηκώθηκε και υποκλίθηκε Βαθιά στο Φρόντο και τραβώντας την κουρτίνα πέρασε έξω στη σπηλιά.

Κεφάλαιο VII

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Ο Φρόντο και ο Σαμ γύρισαν στα κρεβάτια τους και ξάπλωσαν σιωπηλοί να ξεκουραστούν για λίγο, ενώ οι άντρες ξυπνούσαν και οι δουλειές της μέρας άρχιζαν. Σε λίγο τους έφεραν νερό καν ύστερα τους οδήγησαν σ’ ένα τραπέζι που ήταν στρωμένο για τρεις. Ο Φαραμίρ πήρε πρωινό μαζί τους. Είχε να κοιμηθεί από τη μάχη χτες, όμως δεν έδειχνε κουρασμένος.

Όταν τελείωσαν σηκώθηκαν.

— Μακάρι να μη σας ταλαιπωρήσει πείνα στο δρόμο, είπε ο Φαραμίρ. Έχετε λίγες προμήθειες, αλλά έδωσα διαταγή να βάλουν στα σακίδιά σας κάτι λίγα τρόφιμα, κατάλληλα για ταξιδιώτες. Δε θα σας λείψει νερό καθώς θα διασχίζετε το Ιθίλιεν, αλλά μην πιείτε νερό από κανένα ρυάκι που να κατεβαίνει από την Ίμλαντ Μόργκουλ, την Κοιλάδα του Ζωντανού Θανάτου. Πρέπει ακόμα να σας πω κι αυτό: Οι ανιχνευτές και παρατηρητές μου έχουν όλοι γυρίσει, ακόμα και όσοι απ’ αυτούς σύρθηκαν ως τη Μοράνον. Και όλοι βρίσκουν ένα παράξενο φαινόμενο. Ο τόπος είναι άδειος. Δεν υπάρχει τίποτα στο δρόμο και πουθενά δεν ακούγεται ούτε βήμα ούτε σάλπισμα ούτε τόξεμα. Μια σιωπηλή αναμονή απλώνεται πάνω απ’ την Ακατανόμαστη Χώρα. Δεν ξέρω τι προοιωνίζει αυτό. Αλλά ο χρόνος κυλά και οδηγεί γοργά σε κάποια μεγάλη στιγμή. Έρχεται καταιγίδα. Βιαστείτε, όσο μπορείτε! Αν είστε έτοιμοι, πάμε. Ο Ήλιος σε λίγο θ’ ανέβει πάνω απ’ τη σκιά.

Έφεραν τα σακίδια των χόμπιτ (λίγο βαρύτερα απ’ ό,τι ήταν) κι επίσης δύο γερά μπαστούνια από λουστραρισμένο ξύλο με σιδεροντυμένη άκρη και σκαλιστά κεφάλια που από μέσα τους περνούσαν πλεγμένα δερμάτινα λουριά.

— Δεν έχω αντάξια δώρα να σας δώσω τώρα που χωρίζουμε, είπε ο Φαραμίρ· πάρτε όμως αυτά τα μπαστούνια. Μπορεί να φανούν χρήσιμα σε όσους περπατούν ή σκαρφαλώνουν στην ερημιά. Τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι των Λευκών Βουνών αν κι αυτά εδώ τα κόψαμε στο μπόι σας και τα φρεσκοσιδεροντύσαμε. Είναι κατασκευασμένα απ’ το ωραίο δέντρο lebethron, που το αγαπούν οι ξυλουργοί της Γκόντορ και έχουν το χάρισμα να μη χάνουν το δρόμο τους. Μακάρι αυτό το χάρισμά τους να μη χαθεί τελείως κάτω απ’ τη Σκιά που τώρα πάτε να μπείτε! Οι χόμπιτ υποκλίθηκαν βαθιά.

— Πολύ ευγενικέ μας οικοδεσπότη, είπε ο Φρόντο, μου είχε πει ο Έλροντ ο Μισοξωτικός πως θα βρω φίλους στο δρόμο, κρυφούς και απρόσμενους. Οπωσδήποτε δεν περίμενα τέτοια φιλία σαν κι αυτή που έδειξες. Το ότι τη βρήκα μετατρέπει το κακό σε μεγάλο καλό.

Τώρα ετοιμάστηκαν να φύγουν. Έφεραν το Γκόλουμ από κάποια γωνιά ή κρυψώνα που το είχαν βάλει και έδειχνε πιο ευχαριστημένο με τον εαυτό του απ’ ό,τι ήταν προηγουμένως, αν και δεν άφηνε το Φρόντο από κοντά του κι απόφευγε το βλέμμα του Φαραμίρ.

— Πρέπει να δέσουμε τα μάτια του οδηγού σας, είπε ο Φαραμίρ, αλλά εσένα και τον υπηρέτη σου Σάμγουάιζ σας απαλλάσσω, αν θέλετε.

Το Γκόλουμ άρχισε να τσιρίζει και να στριφογυρίζει κι αρπάχτηκε απ’ το Φρόντο, όταν ήρθαν να του δέσουν τα μάτια· κι ο Φρόντο είπε:

— Δέστε τα μάτια και των τριών μας, πρώτα τα δικά μου, κι ίσως τότε δει πως δεν έχετε κακό σκοπό.

Έτσι κι έγινε και τους οδήγησαν έξω απ’ τη σπηλιά του Χένεθ Άνουν. Αφού πέρασαν τους διαδρόμους και τις σκάλες, ένιωσαν το δροσερό αεράκι του πρωινού, φρέσκο και μυρωδάτο, ολόγυρά τους. Τέλος, η Φωνή του Φαραμίρ έδωσε διαταγή να τους λύσουν τα μάτια.