Выбрать главу

Βρίσκονταν πάλι κάτω απ’ τα κλαδιά του δάσους. Δεν ακουγόταν καθόλου ο θόρυβος από τους καταρράκτες, γιατί μια μακριά πλαγιά που έγερνε κατά το νοτιά βρισκόταν τώρα ανάμεσα σ’ αυτούς και στη χαράδρα που κυλούσε ο χείμαρρος. Δυτικά μπορούσαν να δουν φως ανάμεσα από τα δέντρα, λες κι ο κόσμος τελείωνε εκεί απότομα, σ’ έναν γκρεμό που έβλεπε μονάχα στον ουρανό.

— Εδώ χωρίζουν για τελευταία φορά οι δρόμοι μας, είπε ο Φαραμίρ. Αν θέλετε τη συμβουλή μου, μη στρίψετε ανατολικά ακόμα. Προχωρήστε ίσια εμπρός, γιατί έτσι θα σας καλύπτει το δάσος για πολλά μίλια. Στα δυτικά σας υπάρχει ένας γκρεμός όπου η γη χαμηλώνει προς τις μεγάλες κοιλάδες, μερικές φορές ξαφνικά κι απότομα κι άλλες φορές σχηματίζοντας μακριές λοφοπλαγιές. Προχωρήστε κοντά στον γκρεμό και στις άκρες του δάσους. Στην αρχή του ταξιδιού σας μπορείτε να προχωρείτε με το φως της μέρας, νομίζω. Ο τόπος ονειρεύεται τυλιγμένος σε ψεύτικη ειρήνη και για λίγο καθετί κακό έχει αποτραβηχτεί. Καλό δρόμο, για όσο μπορείτε!

Αγκάλιασε τους χόμπιτ τότε, με τον τρόπο που συνήθιζε ο λαός του, σκύβοντας και βάζοντας τα χέρια του στους ώμους τους και φιλώντας τους στο μέτωπο.

— Πηγαίνετε με τις ευχές όλων των καλών ανθρώπων! είπε.

Εκείνοι υποκλίθηκαν ως κάτω. Ύστερα γύρισε και, δίχως να κοιτάξει πίσω, τους άφησε και πήγε στους δυο φρουρούς του που είχαν σταθεί λίγο μακρύτερα. Θαύμασαν βλέποντας την ταχύτητα με την οποία αυτοί οι πρασινοντυμένοι άνθρωποι κινήθηκαν τώρα, καθώς εξαφανίστηκαν ώσπου ν’ ανοιγοκλείσουν σχεδόν τα μάτια. Το δάσος που είχε σταθεί ο Φαραμίρ έδειχνε άδειο και πένθιμο, λες κι είχε περάσει ένα όνειρο.

Ο Φρόντο αναστέναξε και στράφηκε κατά το νοτιά. Λες και για να τονίσει την αδιαφορία του για όλες τις φιλοφρονήσεις το Γκόλουμ σκάλιζε το μαύρο χώμα από σαπισμένα φύλλα στις ρίζες ενός δέντρου.

«Μωρέ, πείνασε κιόλας; σκέφτηκε ο Σαμ. Λοιπόν, ξανά στο μαγκανοπήγαδο!»

— Έφυγαν επιτέλους; είπε το Γκόλουμ. Κακοί, απαίσιοι Άνθρωποι! Ο λαιμός του Σμήγκολ ακόμα τον πονάει, ναι. Πάμε να φύγουμε!

— Ναι, πάμε να φύγουμε, είπε ο Φρόντο. Αλλά αν μπορείς μονάχα να κακολογείς αυτούς που σε λυπήθηκαν, σώπασε!

— Καλός Αφέντης! είπε το Γκόλουμ. Ο Σμήγκολ αστειευόταν. Πάντα συγχωρεί, ναι, ναι, ακόμα και τις μικρές απάτες του καλού Αφέντη. Ω, ναι, καλός Αφέντης, καλός Σμήγκολ!

Ο Φρόντο κι ο Σαμ δεν απάντησαν. Φορτώθηκαν τα σακίδιά τους και κρατώντας τα μπαστούνια τους πήραν το δρόμο μέσ’ απ’ τα δάση του Ιθίλιεν.

Δυο φορές εκείνη τη μέρα ξεκουράστηκαν κι έφαγαν λιγάκι από τα τρόφιμα που τους είχε προμηθέψει ο Φαραμίρ — ξηρούς καρπούς και παστό κρέας, αρκετό για πολλές μέρες· κι αρκετό ψωμί να τους κρατήσει, όσο θα ήταν ακόμα φρέσκο. Το Γκόλουμ δεν έφαγε τίποτα.

Ο ήλιος ανέβηκε και πέρασε πάνωθέ τους δίχως να τον δουν και άρχισε να χαμηλώνει· το φως ανάμεσα απ’ τα δέντρα στη δύση έγινε χρυσαφένιο’ κι αυτοί πάντα προχωρούσαν στις δροσερές πράσινες σκιές και παντού ολόγυρά τους απλωνόταν σιωπή. Τα πουλιά λες κι όλα να είχαν πετάξει μακριά ή να είχαν βουβαθεί.

Το σκοτάδι ήρθε νωρίς στα σιωπηλά δάση και πριν πέσει η νύχτα σταμάτησαν, κουρασμένοι, γιατί είχαν περπατήσει εφτά λεύγες ή και περισσότερο από το Χένεθ Άνουν. Ο Φρόντο ξάπλωσε και κοιμήθηκε όλη τη νύχτα στα παχιά σάπια φύλλα κάτω από ένα πανάρχαιο δέντρο.

Ο Σαμ πλάι του ήταν πιο ανήσυχος: ξύπνησε πολλές φορές, αλλά δεν υπήρχε ίχνος απ’ το Γκόλουμ, που ξεγλίστρησε κι έφυγε αμέσως μόλις οι άλλοι ξάπλωσαν να ξεκουραστούν. Αν είχε κοιμηθεί μοναχό του σε καμιά τρύπα εκεί κοντά ή είχε περιπλανηθεί ανήσυχο, αναζητώντας λεία όλη τη νύχτα, δεν είπε· αλλά γύρισε με το πρώτο χάραμα και ξύπνησε τους συντρόφους του.

— Πρέπει να σηκωθούν, ναι, πρέπει! είπε. Πολλούς δρόμους να κάνουμε ακόμα, νότια κι ανατολικά. Οι χόμπιτ πρέπει να βιαστούν.

Εκείνη η μέρα πέρασε, λίγο ως πολύ, σαν την προηγούμενη, μόνο η σιωπή φαινόταν πιο βαθιά· η ατμόσφαιρα βάρυνε κι άρχισε να γίνεται πνιγερή κάτω από τα δέντρα. Είχαν την αίσθηση πως ετοιμαζόταν καταιγίδα.. Το Γκόλουμ συχνά σταματούσε κι οσμιζόταν τον αέρα κι ύστερα άρχιζε να μουρμουρίζει μοναχό του και να τους πιέζει να κάνουν γρηγορότερα.

Καθώς η τρίτη φάση της ημερήσιας πορείας τους προχωρούσε και έφτανε το απόγευμα, το δάσος ξάνοιξε και τα δέντρα έγιναν μεγαλύτερα και πιο αραιά. Μεγάλα πουρνάρια με χοντρούς κορμούς στέκονταν σκοτεινά και μεγαλόπρεπα σε ευρύχωρα ξέφωτα και πέρα δώθε ανάμεσά τους ασπρομάλλες φλαμουριές και γιγάντιες βελανιδιές που μόλις έβγαζαν τα καφεπράσινα μπουμπούκια τους. Τριγύρω τους απλώνονταν καταπράσινες πρασιές γρασίδι, στολισμένες με χελιδόνια και ανεμώνες, άσπρες και γαλάζιες, τώρα κλειστές για ύπνο· και υπήρχαν ολόκληρες εκτάσεις γεμάτες με φυλλαράκια υακίνθων του δάσους: τα γυαλιστερά κοτσανάκια τους που έβγαζαν τις καμπανούλες ξεμύτιζαν κιόλας απ’ τα σάπια φύλλα. Κανένα ζωντανό πλάσμα, ζώο ή πουλί, δε φαινόταν, αλλά σ’ αυτά τ’ ακάλυπτα μέρη το Γκόλουμ άρχισε να φοβάται και τώρα βάδιζαν με προσοχή, περνώντας γρήγορα απ’ τη μια σκιά στην άλλη.