Выбрать главу

Το φως έσβηνε γοργά, όταν έφτασαν στο τέλος του δάσους. Εκεί κάθισαν κάτω από μια γέρικη ροζιασμένη βελανιδιά που κατέβαζε τις ρίζες της στριφτές σαν φίδια σε μια απότομη ετοιμόρροπη πλαγιά. Μια βαθιά θαμπή κοιλάδα απλωνόταν μπροστά τους. Στην άλλη άκρη της τα δάση πύκνωναν πάλι, γαλάζια και γκρίζα στο φως του σκυθρωπού βραδινού και προχωρούσαν νότια. Δεξιά, τα Βουνά της Γκόντορ, απόμακρα στη Δύση, φέγγιζαν κάτω από τις φωτιές του ουρανού. Στ’ αριστερά τους απλωνόταν σκοτάδι, τα πυργωτά τείχη της Μόρντορ· και μέσ’ από κείνη τη σκοτεινιά ερχόταν η μακρόστενη κοιλάδα, κατηφορίζοντας απότομα όλο και πιο πλατιά προς τον Άντουιν. Στο βαθύτερο σημείο της έτρεχε ένα μικρό ποτάμι βιαστικά. Ο Φρόντο μπορούσε ν’ ακούσει την πέτρινη φωνή του ν’ ανεβαίνει μέσα απ’ τη σιωπή· και πλάι του, απ’ την από δω μεριά, περνούσε ένας κατηφορικός δρόμος στριφογυριστός σαν χλωμή κορδέλα, ως κάτω στις παγωμένες ομίχλες που δεν τις έφτανε ακτίνα απ’ το ηλιοβασίλεμα. Εκεί φάνηκε στο Φρόντο πως μπορούσε να διακρίνει πολύ μακριά, λες κι έπλεαν σε θάλασσα σκιερή, τις ψηλές θαμπές κορφές και τους γκρεμισμένους πυργίσκους παλιών πύργων έρημων και σκοτεινών. Στράφηκε στο Γκόλουμ.

— Ξέρεις πού είμαστε; είπε.

— Ναι, Αφεντικό. Επικίνδυνα μέρη. Αυτός είναι ο δρόμος που ξεκινάει απ’ τον Πύργο του Φεγγαριού, Αφέντη, και κατεβαίνει στην ερειπωμένη πόλη στις όχθες του Ποταμού. Η ερειπωμένη πόλη, ναι, πολύ απαίσιο μέρος, γεμάτο εχθρούς. Δεν έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε τη συμβουλή των Ανθρώπων. Οι χόμπιτ έχουν ξεμακρύνει πολύ απ’ το μονοπάτι. Πρέπει να πάμε ανατολικά τώρα, εκεί ψηλά, και κούνησε το λιπόσαρκο χέρι του δείχνοντας προς τα σκοτεινιασμένα βουνά. Και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν το δρόμο. Ω, όχι! Ανελέητοι στρατιώτες έρχονται απ’ αυτόν το δρόμο, κατεβαίνουν απ’ τον Πύργο!

Ο Φρόντο κοίταξε κάτω στο δρόμο. Πάντως, τίποτα δεν κυκλοφορούσε πάνω του τώρα. Έδειχνε έρημος και εγκαταλειμμένος, όπως κατηφόριζε στα άδεια ερείπια μες στην ομίχλη. Αλλά μια αίσθηση κακού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, λες και όντα να περνούσαν πραγματικά πάνω κάτω, που τα μάτια δεν μπορούσαν να τα δουν. Ο Φρόντο αναρρίγησε και κοίταξε πάλι τις μακρινές κορφές που έσβηναν στη νύχτα, κι ο θόρυβος του νερού φαινόταν κρύος και σκληρός — η φωνή του Μοργκούλντουιν, του μολυσμένου ποταμιού που κατέβαινε απ’ την Κοιλάδα των Φαντασμάτων.

— Τι θα κάνουμε; είπε. Έχουμε βαδίσει πολύ και μακριά. Να κοιτάξουμε να βρούμε κάπου στο δάσος πίσω μας να ξεκουραστούμε κρυμμένοι;

— Άδικα κρύβεστε στο σκοτάδι, είπε το Γκόλουμ. Τώρα οι χόμπιτ πρέπει να κρύβονται τη μέρα, ναι, τη μέρα.

— Έλα, τώρα! είπε ο Σαμ. Πρέπει να ξεκουραστούμε λιγάκι, ακόμα κι αν σηκωθούμε πάλι τα μεσάνυχτα. Θα ’χει ακόμα ώρες σκοτεινές τότε, αρκετές για να κάνουμε μεγάλη πορεία, αν ξέρεις το δρόμο.

Το Γκόλουμ συμφώνησε απρόθυμα και γύρισε πίσω κατά τα δέντρα, με κατεύθυνση ανατολικά για λίγο, ακολουθώντας τις αραιωμένες άκρες του δάσους. Με κανέναν τρόπο δε δεχόταν ν’ αναπαυθεί καταγής, τόσο κοντά στον κακό δρόμο, και ύστερα από αρκετή συζήτηση σκαρφάλωσαν στη διχάλα ενός μεγάλου πουρναριού, που τα χοντρά κλαδιά του, όπως ξεφύτρωναν όλα μαζί απ’ τον κορμό, σχημάτιζαν μια καλή κρυψώνα και ένα αρκετά αναπαυτικό καταφύγιο. Η νύχτα έπεσε κι έγινε πίσσα σκοτάδι κάτω απ’ τη σκεπή του δέντρου. Ο Φρόντο κι ο Σαμ ήπιαν λίγο νερό κι έφαγαν λίγο ψωμί και αποξεραμένα φρούτα, αλλά το Γκόλουμ κουλουριάστηκε αμέσως κι αποκοιμήθηκε. Οι χόμπιτ δεν έκλεισαν τα μάτια τους.

Θα πρέπει να ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν το Γκόλουμ ξύπνησε. Ξαφνικά πήραν είδηση τα χλωμά του μάτια ανοιχτά να γυαλίζουν προς το μέρος τους. Έστησε αυτί κι οσμίστηκε, πράγμα που έδειχνε, όπως είχαν προσέξει κι άλλοτε, πως είναι η συνηθισμένη του μέθοδος να βρίσκει την ώρα της νύχτας.

— Ξεκουραστήκαμε; Πήραμε έναν ωραίο ύπνο; είπε. Πάμε να φύγουμε!

— Δεν ξεκουραστήκαμε και δεν πήραμε τίποτα, γρύλισε ο Σαμ. Αλλά θα πάμε, αν πρέπει.

Το Γκόλουμ πήδηξε αμέσως κάτω απ’ τα κλαδιά του δέντρου με τα τέσσερα και οι χόμπιτ το ακολούθησαν πιο αργά.

Μόλις βρέθηκαν κάτω, ξεκίνησαν πάλι με το Γκόλουμ οδηγό, ανατολικά, παίρνοντας τη σκοτεινή ανηφόρα. Ελάχιστα μπορούσαν να δουν, γιατί η νύχτα ήταν τώρα τόσο σκοτεινή, που δεν έπαιρναν είδηση τους κορμούς των δέντρων, παρά μονάχα σα σκόνταφταν πάνω τους. Η γη έγινε πιο ανώμαλη και η πορεία τους πιο δύσκολη, αλλά το Γκόλουμ δεν έδειχνε να ενοχλείται. Τους οδηγούσε ανάμεσα από λόχμες κι αγκαθότοπους· μερικές φορές γύροι γύρω από την άκρη κάποιας βαθιάς χαράδρας ή σκοτεινού λάκκου, κι άλλες φορές τους κατέβαζε σε θαμνοντυμένα κοιλώματα και τους έβγαζε πάλι· αλλά όσες φορές κατηφόριζαν λιγάκι, πάντα η επόμενη ανηφοριά ήταν μεγαλύτερη και πιο απότομη. Ανηφόριζαν σταθερά. Στον πρώτο τους σταθμό κοίταξαν πίσω και μόλις μετά βίας μπορούσαν να διακρίνουν τις κορφές του δάσους που είχαν αφήσει πίσω τους, ν’ απλώνονται σαν μια τεράστια πυκνή σκιά, μια σκοτεινότερη νύχτα, κάτω απ’ το σκοτεινό άδειο ουρανό. Φαινόταν λες και μια μεγάλη μαυρίλα ν’ ανέβαινε σιγά σιγά απ’ την Ανατολή, καταβροχθίζοντας τα ξέθωρα θολά αστέρια. Αργότερα το φεγγάρι, που έδυε, ξέφυγε από το σύννεφο που το κυνηγούσε, αλλά ολόγυρά του είχε ένα αρρωστημένο κίτρινο δαχτυλίδι φως.