Выбрать главу

Τέλος το Γκόλουμ στράφηκε στους χόμπιτ.

— Μέρα γρήγορα, είπε. Οι χόμπιτ πρέπει να βιαστούν. Επικίνδυνο να μένουν ακάλυπτοι σ’ αυτά τα μέρη. Βιαστείτε!

Επιτάχυνε το βήμα του κι αυτοί το ακολούθησαν κουρασμένα. Σε λίγο άρχισαν να σκαρφαλώνουν μια μεγάλη απόκρημνη ράχη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν σκεπασμένη με πυκνά σπαλάθρια και μυρσίνες και χαμηλές αγριαγκαθιές, αν και εδώ κι εκεί άνοιγαν ξέφωτα, πληγές από πρόσφατες φωτιές. Τα σπαλάθρια έγιναν πιο πυκνά, όσο πλησίαζαν την κορφή· ήταν πολύ ψηλά και γέρικα, κάτισχνα και μακροπόδαρα από κάτω, αλλά πυκνόφυλλα στην κορφή, κι έβγαζαν κιόλας κίτρινα λουλούδια που θαμπόφεγγαν στη σκοτεινιά κι ανάδιναν μια λεπτή γλυκιά μυρωδιά. Τόσο ψηλές ήταν οι αγκαθωτές συστάδες, που οι χόμπιτ μπορούσαν να βαδίσουν όρθιοι κάτωθέ τους, περνώντας ανάμεσα από μακριούς στεγνούς διαδρόμους στρωμένους με ένα παχύ χαλί από σάπια αγκαθωτά φύλλα.

Στην άλλη άκρη αυτής της πλατιάς λοφοράχης έκοψαν την πορεία τους και σύρθηκαν για να κρυφτούν κάτω από μια μπερδεμένη συστάδα βάτων. Τα στριμμένα κλαδιά τους, που έγερναν ως κάτω, ήταν σκεπασμένα από ένα λαβύρινθο γέρικες αναρριχώμενες αγριοτριανταφυλλιές. Μέσα βαθιά είχε μια κουφάλα, που για ταβάνι είχε νεκρά κλαδιά κι αγκάθια και για στέγη τα πρώτα φύλλα και βλαστάρια της άνοιξης. Εκεί έμειναν για λίγο ξαπλωμένοι, πολύ κουρασμένοι ακόμα και για να στρωθούν στο φαΐ. Κρυφοκοίταζαν από τις τρύπες της κρυψώνας τους, περιμένοντας τον αργό ερχομό της μέρας.

Αλλά η μέρα δεν ήρθε, ένα άψυχο καφετί μισόφωτο μονάχα. Στην Ανατολή είχε μια μουντή κόκκινη λάμψη κάτω απ’ το χαμηλωμένο σύννεφο — δεν ήταν το κόκκινο της αυγής. Πέρα απ’ τις κακοτράχαλες περιοχές τα Έφελ Ντούαθ τους κοίταζαν συνοφρυωμένα· στο κάτω μέρος μαύρα κι άμορφα, εκεί που η νύχτα απλωνόταν πυκνή και δεν έφευγε· με κοφτερές κορφές και μύτες στο πάνω μέρος, που ξεχώριζαν σκληρές κι απειλητικές στο φως της αγριωπής λάμψης πίσω τους. Πέρα δεξιά τους υψωνόταν μια μεγάλη ράχη των βουνών, μαύρη και σκοτεινή ανάμεσα στους ίσκιους και προεκτεινόταν δυτικά.

— Ποιο δρόμο θα πάρουμε από δω; ρώτησε ο Φρόντο. Είναι εκείνο το άνοιγμα της — της Κοιλάδας Μόργκουλ, εκεί πέρα μακριά, πίσω από κείνη τη μαύρη ράχη;

— Χρειάζεται να το μελετάμε από τώρα; είπε ο Σαμ. Δε φαντάζομαι να πάμε πιο πέρα τούτη τη μέρα, αν είναι μέρα;

— Μπορεί όχι, μπορεί όχι, είπε το Γκόλουμ. Αλλά πρέπει να πάμε γρήγορα στο Σταυροδρόμι. Ναι, στο Σταυροδρόμι. Εκεί πέρα είναι ο δρόμος, ναι, Αφέντη.

Η θυμωμένη κοκκινίλα πάνω από τη Μόρντορ έσβησε. Το μισόφωτο έγινε πιο βαθύ καθώς πυκνές αναθυμιάσεις ανέβηκαν στην Ανατολή και σύρθηκαν από πάνω τους. Ο Φρόντο και ο Σαμ έφαγαν λιγάκι κι ύστερα ξάπλωσαν, το Γκόλουμ όμως ήταν ανήσυχο. Δεν ήθελε να φάει από το φαγητό τους, αλλά ήπιε λίγο νερό και ύστερα σύρθηκε εδώ κι εκεί κάτω από τους θάμνους, μυρίζοντας και μουρμουρίζοντας. Ύστερα, ξαφνικά, εξαφανίστηκε.

— Πάει κυνήγι, φαντάζομαι, είπε ο Σαμ και χασμουρήθηκε.

Ήταν η σειρά του να κοιμηθεί πρώτος και πολύ γρήγορα κοιμόταν βαθιά και ονειρευόταν. Του φάνηκε πως βρισκόταν πίσω στον κήπο του Μπαγκ Εντ γυρεύοντας κάτι· αλλά είχε ένα βαρύ σακίδιο στην πλάτη του που τον ανάγκαζε να σκύβει. Όλα φαίνονταν χορταριασμένα και αρρωστιάρικα· αγκάθια και βάτα είχαν εισβάλει στα παρτέρια κοντά στον κάτω κάτω φράχτη.

— Έχει σωρό δουλειά για μένα, βλέπω· αλλά είμαι τόσο κουρασμένος, έλεγε συνέχεια.

Σε λίγο θυμήθηκε τι έψαχνε να βρει.

— Την πίπα μου! είπε, και μ’ αυτό ξύπνησε.

«Ανόητε!» είπε στον εαυτό του, καθώς άνοιξε τα μάτια του κι αναρωτήθηκε γιατί βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω απ’ τη βατουλιά. «Είναι στο σακίδιό σου όλη αυτή την ώρα!»