Ύστερα διαπίστωσε, πρώτον πως η πίπα μπορεί να ήταν στο σακίδιό του, αλλά δεν είχε καπνό, και δεύτερον πως βρισκόταν μίλια μακριά απ’ το Μπαγκ Εντ. Ανακάθισε. Φαινόταν να είναι σχεδόν σκοτάδι. Γιατί τον είχε αφήσει ο κύριος του να κοιμηθεί περισσότερο, ώσπου να βραδιάσει;
— Δεν κοιμήθηκες καθόλου, κύριε Φρόντο; είπε. Τι ώρα είναι; Φαίνεται πως έχει περάσει η ώρα!
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Αλλά η μέρα γίνεται όλο και πιο σκοτεινή αντί να φωτίζει: σκοτεινότερη και σκοτεινότερη. Απ’ όσο μπορώ να υπολογίσω, δεν είναι μεσημέρι ακόμα, κι εσύ κοιμήθηκες μόνο κάπου τρεις ώρες.
— Τι να συμβαίνει άραγε; είπε ο Σαμ. Έρχεται καταιγίδα; Αν έρχεται, θα είναι χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Θα ευχηθούμε να βρισκόμαστε σε καμιά βαθιά τρύπα κι όχι κάτω από μια βατουλιά μονάχα — έστησε αυτί. Τι είναι αυτό; είπε. Βροντή, τύμπανα ή τι άλλο;
— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο. Έχει αρχίσει εδώ κι αρκετή ώρα τώρα. Μερικές φορές λες και τρέμει η γη, κι άλλες λες κι ο βαρύς αέρας να πάλλεται στ’ αυτιά σου.
Ο Σαμ κοίταξε τριγύρω.
— Πού είναι το Γκόλουμ; είπε. Δε γύρισε ακόμα;
— Όχι, είπε ο Φρόντο. Ούτε φάνηκε ούτε ακούστηκε.
— Λοιπόν, εγώ δεν το υποφέρω, είπε ο Σαμ. Για να λέμε την αλήθεια, ποτέ μου δεν πήρα κάτι μαζί μου σε ταξίδι που θα λυπόμουν λιγότερο να χάσω στο δρόμο. Δεν το ’χει σε τίποτα, ύστερα από τόσα μίλια, να πάει και να χαθεί τώρα, πάνω στην ώρα που θα το χρειαστούμε πιο πολύ — δηλαδή, αν θα μας χρησιμέψει σε τίποτα, που πολύ το αμφιβάλλω.
— Ξεχνάς τους Βάλτους, είπε ο Φρόντο. Ελπίζω να μην του ’τυχε τίποτα.
— Κι εγώ ελπίζω να μη μας ετοιμάζει κανένα κόλπο. Κι οπωσδήποτε ελπίζω να μην πέσει σε άλλα χέρια, όπως θα ’λεγες. Γιατί αν πέσει, δε θ’ αργήσουμε να έχουμε μπλεξίματα.
Εκείνη τη στιγμή μια Βουερή βροντή ακούστηκε πάλι, δυνατότερη και Βαθύτερη τώρα. Η γη λες κι έτρεμε κάτω από τα πόδια τους.
— Νομίζω πως δε γλιτώνουμε τα μπλεξίματα, είπε ο Φρόντο. Φοβάμαι πως το ταξίδι μας πλησιάζει στο τέλος.
— Μπορεί, είπε ο Σαμ, αλλά όσο ζω ελπίζω, όπως συνήθιζε να λέει ο Γέρος μου· και χρειάζομαι φαΐ, καταπώς συνήθιζε να προσθέτει τις περισσότερες φορές. Έλα να φας μια μπουκιά, κύριε Φρόντο, κι ύστερα πάρε έναν υπνάκο.
Το απόγευμα, όπως φανταζόταν ο Σαμ πως έπρεπε να το λένε, έφευγε. Κοιτάζοντας έξω απ’ την κρυψώνα μπορούσε μόνο να δει ένα σταχτί κόσμο, δίχως σκιές, που ξεθώριαζε σιγά σιγά και γινόταν μια ακαθόριστη, άχρωμη σκιά. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, αλλά όχι ζεστή. Ο Φρόντο κοιμήθηκε ανήσυχα, στριφογυρίζοντας πέρα δώθε και μερικές φορές παραμιλούσε. Δυο φορές φάνηκε στο Σαμ πως τον άκουσε να λέει το όνομα του Γκάνταλφ. Η ώρα λες και δεν έλεγε να περάσει. Ξαφνικά ο Σαμ άκουσε ένα σφύριγμα πίσω του· ήταν το Γκόλουμ στα τέσσερα και τους κοίταζε με γυαλιστερά μάτια.
— Ξυπνάτε, ξυπνάτε! Ξυπνάτε, υπναράδες! ψιθύρισε. Ξυπνάτε! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε, ναι, πρέπει να φύγουμε αμέσως. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
Ο Σαμ το κοίταξε με υποψία: έδειχνε τρομαγμένο ή αναστατωμένο.
— Να φύγουμε τώρα; Τι παιχνίδι παίζεις; Δεν είναι ακόμα ώρα. Δεν μπορεί να ’ναι ούτε η ώρα για το τσάι, τουλάχιστον όχι στους καθώς πρέπει τόπους, όπου υπάρχει ώρα για τσάι.
— Ανόητε! σφύριξε το Γκόλουμ. Δε βρισκόμαστε σε καθώς πρέπει τόπους. Ο χρόνος λιγοστεύει, ναι, φεύγει γρήγορα. Όχι καιρός για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε. Ξύπνα, Αφέντη, ξύπνα!
Άρχισε να τραβάει το Φρόντο· και ο Φρόντο, ξυπνώντας τρομαγμένος, ανακάθισε απότομα και το άρπαξε απ’ το μπράτσο. Το Γκόλουμ τραβήχτηκε απότομα και πισωπάτησε.
— Δεν πρέπει να είναι ανόητοι, σφύριξε. Πρέπει να φύγουμε. Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό!
Δεν μπόρεσαν να του πάρουν άλλη κουβέντα. Πού είχε πάει και τι νόμιζε πως μαγειρευόταν για να το πιάσει τέτοια βιασύνη, δεν το ’λεγε με κανέναν τρόπο. Ο Σαμ ήταν γεμάτος υποψίες και δεν το ’κρυβε· ο Φρόντο όμως δεν έδειχνε τι περνούσε από το μυαλό του. Αναστέναξε, φορτώθηκε το σακίδιό του κι ετοιμάστηκε να βγει έξω στη σκοτεινιά που όλο και πύκνωνε.
Με μεγάλες προφυλάξεις το Γκόλουμ τους κατέβασε απ’ τη λοφοπλαγιά, προσπαθώντας όσο το δυνατό να είναι καλυμμένοι και τρέχοντας, σχεδόν διπλωμένοι ως κάτω, όπου ο χώρος ήταν ακάλυπτος· το φως όμως ήταν τώρα τόσο αδύνατο, που ακόμα και κάποιο αετομάτικο αγρίμι μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να διακρίνει τους χόμπιτ, κουκουλωμένους, με τους σκούρους γκρίζους μανδύες τους, ούτε να τους ακούσει, όπως περπατούσαν με τόση προσοχή, όση μόνο τ’ ανθρωπάκια μπορούν. Πέρασαν και χάθηκαν δίχως ν’ ακουστεί φύλλο να θροΐζει ούτε κλαράκι να σπάζει.
Για μια ώρα περίπου συνέχισαν, σιωπηλά, ο ένας πίσω από τον άλλο, νιώθοντας κατάθλιψη απ’ τη σκοτεινιά και την απόλυτη ακινησία της περιοχής, που την τάραζε μόνο, πότε πότε, ένα μακρινό βουητό, λες από μπουμπουνητά ή τυμπανοκρουσίες σε κάποιο κοίλωμα των λόφων. Κατηφόρισαν από την κρυψώνα τους κι ύστερα, στρίβοντας νότια, χάραξαν ευθεία πορεία, όσο βέθαια ήταν δυνατό να βρίσκει το Γκόλουμ, διασχίζοντας μια μεγάλη ανώμαλη πλαγιά που έγερνε προς τα βουνά. Σε λίγο, όχι πολύ μακριά μπροστά, είδαν μια συστάδα δέντρων να υψώνεται σαν μαύρος τοίχος. Καθώς πλησίασαν, διαπίστωσαν πως ήταν τεράστια, κι έδειχναν πανάρχαια και πυργώνονταν στα ύψη, αν και οι κορφές τους ήταν γυμνές και σπασμένες, λες και τις είχαν χτυπήσει καταιγίδες κι αστροπελέκια, που όμως δεν είχαν καταφέρει ούτε να τα νεκρώσουν ούτε να κουνήσουν τις τρίσβαθες ρίζες τους.