Выбрать главу

— Το Σταυροδρόμι, ναι, ψιθύρισε το Γκόλουμ — οι πρώτες λέξεις που ειπώθηκαν από τότε που είχαν αφήσει την κρυψώνα τους. Πρέπει να πάμε από κει.

Στρίβοντας ανατολικά τώρα, τους οδήγησε στην ανηφοριά· κι ύστερα ξαφνικά να τος μπροστά τους: ο Νότιος Δρόμος, που πήγαινε φιδογυριστός στους πρόποδες των βουνών, ώσπου τέλος έπεφτε στο μεγάλο κύκλο που σχημάτιζαν τα δέντρα.

— Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος, ψιθύρισε το Γκόλουμ. Δεν υπάρχουν άλλα μονοπάτια. Πρέπει να πάμε στο Σταυροδρόμι. Βιαστείτε όμως! Και τσιμουδιά!

Κρυφά κρυφά σαν κατάσκοποι στον καταυλισμό του εχθρού, σύρθηκαν κάτω ως το δρόμο και στα κλεφτά ακολούθησαν τη δυτική του πλευρά κάτω απ’ την πέτρινη κατωφέρειά του, γκρίζοι κι αυτοί σαν τις πέτρες κι αλαφροπάτητοι σαν γάτοι στο κυνήγι. Τέλος, έφτασαν στα δέντρα και είδαν πως σχημάτιζαν ένα μεγάλο ξέσκεπο κύκλο, ανοιχτό στο σκοτεινό ουρανό· και τα διαστήματα ανάμεσα στους τεράστιους κορμούς τους ήταν σαν μεγάλες σκοτεινές αψίδες κάποιας ερειπωμένης αίθουσας. Στο κέντρο ακριβώς αντάμωναν τέσσερις δρόμοι. Πίσω τους ήταν ο δρόμος που πήγαινε στη Μοράνον εμπρός τους συνέχιζε ξανά το μακρινό του ταξίδι στο νοτιά· στα δεξιά τους ο δρόμος απ’ την αρχαία Οσγκίλιαθ ανηφόριζε και, περνώντας το σταυροδρόμι, συνέχιζε ανατολικά στο σκοτάδι — ο τέταρτος δρόμος, ο δρόμος που θα έπαιρναν.

Όπως στάθηκε εκεί για μια στιγμή γεμάτος φόβο ο Φρόντο πήρε είδηση πως ένα φως έλαμπε· το είδε να φωτίζει το πρόσωπο του Σαμ πλάι του. Στράφηκε προς το φως και είδε, πέρα απ’ την αψίδα των κλαδιών, το δρόμο που πήγαινε στην Οσγκίλιαθ ν’ απλώνεται σχεδόν ολόισιος σαν κορδέλα τεντωμένη όλο και πιο χαμηλά κάτω στη Δύση. Εκεί, πέρα μακριά, πέρα απ’ τη θλιμμένη Γκόντορ, πνιγμένη τώρα στη σκιά, ο Ήλιος έδυε, βρίσκοντας επιτέλους την άκρη του μεγάλου νέφους που απλωνόταν και σαβάνωνε τα πάντα κι έπεφτε με απειλητική φωτιά μες στην αμόλυντη ακόμα θάλασσα. Η σύντομη λάμψη έπεσε πάνω σε μια θεόρατη καθισμένη μορφή, ακίνητη και μεγαλόπρεπη σαν τους μεγάλους πέτρινους βασιλιάδες του Άργκοναθ. Τα χρόνια την είχαν καταφάει και βέβηλα χέρια την είχαν ακρωτηριάσει. Το κεφάλι της έλειπε και στη θέση του είχαν βάλει κοροϊδευτικά μια στρογγυλή χοντροπελεκημένη πέτρα, πρόστυχα χρωματισμένη από βάρβαρα χέρια, ώστε να μοιάζει μ’ ένα χαμογελαστό πρόσωπο μ’ ένα μεγάλο κόκκινο μάτι καταμεσής στο μέτωπο. Στα γόνατά της και στο μεγάλο θρόνο και παντού ολόγυρα στο βάθρο, υπήρχαν διάφορες άσχετες επιγραφές ανακατεμένες με τα απαίσια σύμβολα που χρησιμοποιούσαν τα σκουλήκια της Μόρντορ.

Ξαφνικά, φωτισμένο απ’ τις οριζόντιες ακτίνες, ο Φρόντο είδε το κεφάλι του αρχαίου βασιλιά — είχε κυλήσει και βρισκόταν στην άκρη του δρόμου.

— Κοίτα, Σαμ! φώναξε, μιλώντας απ’ την έκπληξή του. Κοίτα! Ο βασιλιάς έχει πάλι κορόνα!

Τα μάτια ήταν άδεια και η σκαλισμένη γενειάδα σπασμένη, αλλά γύρω απ’ το ψηλό αυστηρό μέτωπο υπήρχε μια κορόνα ασημένια και χρυσή. Κάποιο αναρριχητικό φυτό με άνθη σαν μικρά λευκά άστρα είχε τυλιχτεί γύρω απ’ το μέτωπο, λες για να τιμήσει τον πεσμένο βασιλιά, και στις σχισμές των πέτρινων μαλλιών του κίτρινο αμάραντο έλαμπε.

— Δεν μπορούν πάντα να νικούν! είπε ο Φρόντο.

Και τότε απότομα η σύντομη λάμψη χάθηκε. Ο Ήλιος βασίλεψε και χάθηκε και, λες κι έσβησε η λάμπα, έπεσε η μαύρη νύχτα.

Κεφάλαιο VIII

ΟΙ ΣΚΑΛΕΣ ΤΗΣ ΚΙΡΙΘ ΟΥΝΓΚΟΛ

Το Γκόλουμ τραβούσε το μανδύα του Φρόντο και σφύριζε απ’ το φόβο και την ανυπομονησία του.

— Πρέπει να φύγουμε, είπε. Δεν πρέπει να στεκόμαστε εδώ. Κάντε γρήγορα!

Απρόθυμα ο Φρόντο γύρισε την πλάτη του στη Δύση κι ακολούθησε τον οδηγό του στο σκοτάδι της Ανατολής. Άφησαν τον κύκλο των δέντρων και πήραν με προφύλαξη το δρόμο για τα βουνά. Κι αυτός ο δρόμος, επίσης, πήγαινε ολόισιος για λίγο, αλλά γρήγορα άρχισε να στρίβει νότια, ώσπου έφτασε ακριβώς κάτω από τη μεγάλη πέτρινη ράχη που είχαν δει από μακριά. Μαύρη κι αγριωπή υψωνόταν πάνωθέ τους, πιο σκοτεινή απ’ το σκοτεινό ουρανό πίσω. Ο δρόμος σερνόταν κάτω από τη σκιά της και προχωρούσε ώσπου, στρίβοντας, γύριζε πάλι ανατολικά κι άρχιζε ν’ ανηφορίζει απότομα.