Ο Φρόντο κι ο Σαμ προχωρούσαν κουρασμένοι με βαριά καρδιά, χωρίς να μπορούν πια να νοιαστούν και πολύ για τον κίνδυνό τους. Το κεφάλι του Φρόντο ήταν σκυφτό· το φορτίο του τον τραβούσε πάλι προς τα κάτω. Μόλις είχαν περάσει το Σταυροδρόμι, το βάρος του, λησμονημένο σχεδόν στο Ιθίλιεν, είχε αρχίσει ξανά να αυξάνεται. Τώρα, νιώθοντας το δρόμο ν’ ανηφορίζει όρθια κάτω από τα πόδια του, κοίταξε κουρασμένα ψηλά· και τότε την είδε, έτσι όπως ακριβώς είχε πει το Γκόλουμ: την πόλη των Δαχτυλιδοφαντασμάτων. Μαζεύτηκε φοβισμένος στην πέτρινη κατωφέρεια.
Μια κατηφορική κοιλάδα, ένας βαθύς κόλπος σκιάς, έφτανε ως πίσω στα βουνά. Στην πέρα πλευρά, αρκετά βαθιά στην αγκαλιά της κοιλάδας, ψηλά σε μια πέτρινη θέση πάνω στα μαύρα γόνατα των Έφελ Ντούαθ, υψώνονταν τα τείχη και ο πύργος της Μίνας Μόργκουλ. Τα πάντα γύρω του ήταν σκοτεινά, γη και ουρανός, αυτή όμως ήταν φωτισμένη. Όχι απ’ το φυλακισμένο φεγγαρόφωτο που ξεπηδούσε απ’ τα μαρμαρένια τείχη της Μίνας Ίθιλ παλιά, του Πύργου της Σελήνης, όμορφης κι ακτινοβόλας στην κοιλάδα των λόφων. Χλωμότερο απ’ το φως του φεγγαριού που είναι αρρωστημένο από κάποια αργόσυρτη έκλειψη ήταν το φως της τώρα, τρεμάμενο και παλλόμενο, σαν δύσοσμη εκπνοή σαπίλας, πτωματικό φως, ένα φως που δε φώτιζε τίποτα. Στους τοίχους του πύργου είχε παράθυρα, σαν αμέτρητες μαύρες τρύπες που κοιτούσαν προς τα μέσα στο κενό· αλλά το πιο ψηλό τμήμα του πύργου περιστρεφόταν αργά, πότε δω και πότε κει, ένα τεράστιο κεφάλι φαντάσματος που χαμογελούσε απαίσια στη νύχτα. Για μια στιγμή οι τρεις σύντροφοι στάθηκαν εκεί, μαζεμένοι, και κοίταζαν ψηλά μ’ απρόθυμα μάτια. Το Γκόλουμ ήταν το πρώτο που συνήλθε. Τράβηξε πάλι με βιάση τους μανδύες τους, δίχως όμως να πει κουβέντα. Σχεδόν τους τράβηξε διά της βίας. Κάθε βήμα ήταν απρόθυμο και η ώρα λες κι επιβράδυνε το βήμα της κι αυτή έτσι, ώστε από το σήκωμα του ενός ποδιού ως το κατέβασμά του να περνούν λεπτά ολόκληρα αποστροφής.
Έτσι έφτασαν αργά στην άσπρη γέφυρα. Εδώ ο δρόμος, γυαλίζοντας ελαφρά, περνούσε πάνω απ’ το ποτάμι που διέσχιζε την κοιλάδα, και συνέχιζε, στριφογυρίζοντας περίπλοκα ως την πύλη της πόλης -ένα μαύρο στόμα ανοιχτό στον εξωτερικό κύκλο των βορινών τειχών. Πλατιές πεζούλες υπήρχαν κι απ’ τις δυο όχθες, σκιερές κοιλάδες γεμάτες χλωμά άσπρα λουλούδια. Φωσφόριζαν κι αυτά, όμορφα κι όμως μ’ απαίσια σχήματα, σαν τις παράλογες μορφές κάποιου ανήσυχου όνειρου· κι ανάδιναν μια ανεπαίσθητη αηδιαστική νεκρική οσμή· μια μυρωδιά σαπίλας γέμιζε τον αέρα. Μορφές στέκονταν εκεί στην κορφή της, σκαλισμένες με πανουργία, να παριστάνουν ανθρώπους ή ζώα, όλες όμως αλλοιωμένες και αποκρουστικές. Το νερό που κυλούσε από κάτω ήταν σιωπηλό και άχνιζε, αλλά ο ατμός που ανέβαινε, στριφογυρίζοωτας και τυλίγοντας το γεφύρι, ήταν νεκρικά παγωμένος. Ο Φρόντο έχωσε τις αισθήσεις του να περιδινίζονται και το μυαλό του να σκοτεινιάζει. Ύστερα, ξαφνικά, λες και κάποια άλλη δύναμη να δούλευε ε τός από τη θέληση του, άρχισε να προχωρά βιαστικά, παραπατώντας, με τα χέρια απλωμένα μπροστά ψαχουλευτά, και το κεφάλι του να πέφτει απ’ τη μια μεριά στην άλλη. Ο Σαμ και το Γκόλουμ έτρεξαν ξοπίσω του. Ο Σαμ άρπαξε τον κύριό του στα χέρια του, καθώς σκόνταψε και σχεδόν έπεσε, ακριβώς στην αρχή της γέφυρας.
— Όχι από κει! Όχι, όχι από κει! ψιθύρισε το Γκόλουμ, αλλά ο ψίθυρός του φάνηκε σαν να έσκιζε τη βαριά ησυχία σαν σφυρίχτρα, και μαζεύτηκε καταγής τρομαγμένο.
— Σταμάτα, κύριε Φρόντο! μουρμούρισε ο Σαμ στ’ αυτί του Φρόντο. Έλα πίσω. Όχι από κει. Το Γκόλουμ λέει όχι και για μια φορά συμφωνώ μαζί του.
Ο Φρόντο έτριψε το μέτωπό του με το χέρι του και ξεκόλλησε τα μάτια του από την πόλη στο λόφο. Ο πύργος που φωσφόριζε τον συνάρπαζε και πάλεψε την επιθυμία που τον είχε καταλάβει να πάρει τρέχοντας το δρόμο που αχνόφεγγε για την πύλη. Τέλος, με μεγάλη προσπάθεια γύρισε πίσω κι αμέσως ένιωσε το Δαχτυλίδι να του αντιστέκεται, να τραβάει την αλυσίδα στο λαιμό του· και τα μάτια του επίσης, καθώς αποτράβηξε το βλέμμα του, φάνηκαν για μια στιγμή να έχουν τυφλωθεί. Το σκοτάδι μπροστά του ήταν αδιαπέραστο.
Το Γκόλουμ, έρποντας στο χώμα σαν φοβισμένο ζώο, χανόταν κιόλας στη σκοτεινιά. Ο Σαμ, βοηθώντας και οδηγώντας τον κύριό του που παραπατούσε, το ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όχι μακριά, απ’ την από δω όχθη του ποταμιού, είχε μία τρύπα στον πέτρινο τοίχο πλάι στο δρόμο. Πέρασαν από κει κι ο Σαμ είδε πως βρισκόταν σ’ ένα στενό μονοπάτι που γυάλιζε αμυδρά στην αρχή, όπως ο μεγάλος δρόμος, ώσπου, ανεβαίνοντας πάνω απ’ τα λιβάδια με τα θανατερά λουλούδια, ξεθώριασε και σκοτείνιασε, παίρνοντας το στραβοδίβολο ανηφορικό δρόμο που στις βορινές πλαγιές της κοιλάδας.