Οι χόμπιτ με κόπο ακολουθούσαν το μονοπάτι, πλάι πλάι, δίχως να μπορούν να δουν το Γκόλουμ, εκτός όταν γύριζε πίσω να τους κάνει νόημα να προχωρήσουν. Τότε τα μάτια του έφεγγαν μ’ ένα ασπροπράσινο φως, αντικατοπτρίζοντας ίσως την αηδιαστική ανταύγεια της Μόργκουλ, ή αναζωπυρωμένα από κάποια ανάλογη διάθεση μέσα του. Αυτή τη θανατερή γυαλάδα και τις σκοτεινές ματότρυπες ο Φρόντο και ο Σαμ τις ένιωθαν συνέχεια, και δεν έπαυαν να ρίχνουν πάνω από τον ώμο τους φοβισμένες ματιές, ούτε να στρέφουν με το ζόρι τη ματιά τους μπροστά για να βρίσκουν το σκοτεινό μονοπάτι. Αργά προχωρούσαν με κόπο. Καθώς ανέβηκαν ψηλότερα από την αποφορά και τις αναθυμιάσεις του δηλητηριασμένου ποταμιού η αναπνοή τους έγινε ευκολότερη και το κεφάλι τους ξεθόλωσε· τώρα όμως τα κορμιά τους ήταν πεθαμένα από την κούραση, λες κι είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα φορτωμένοι, ή λες και είχαν κολυμπήσει πολύ αντίθετα στο δυνατό ρεύμα του νερού. Τέλος, δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα δίχως στάση.
Ο Φρόντο σταμάτησε και κάθισε σε μια πέτρα. Είχαν τώρα σκαρφαλώσει στην καμπούρα ενός μεγάλου γυμνού βράχου. Μπροστά τους σχηματιζόταν ένα είδος εσοχής στην πλευρά της κοιλάδας και το μονοπάτι έστριβε απ’ την κορυφή του, όχι πλατύτερο από μια φαρδιά προεξοχή μ’ ένα χάσμα δεξιά· διέσχιζε την απόκρημνη νότια πλευρά του βουνού και σερνόταν ανηφορίζοντας, ώσπου χανόταν ψηλά στη μαυρίλα.
— Πρέπει να ξεκουραστώ λιγάκι, Σαμ, ψιθύρισε ο Φρόντο. Με βαραίνει, Σαμ νεαρέ μου, με βαραίνει πολύ. Πόσο άραγε θα μπορέσω να το μεταφέρω ακόμα; Πάντως, πρέπει να ξεκουραστώ πριν αποτολμήσουμε αυτό εκεί, κι έδειξε τη στενοποριά μπροστά.
— Σσστ! σσστ! σφύριξε το Γκόλουμ, γυρίζοντας κοντά τους βιαστικά.
Είχε τα δάχτυλά του στα χείλη και κουνούσε το κεφάλι του με βία. Τραβώντας το μανίκι του Φρόντο, έδειξε το μονοπάτι· αλλά ο Φρόντο δεν κουνιόταν.
— Όχι ακόμα, είπε, όχι ακόμα.
Κούραση και κάτι παραπάνω από κούραση τον πλάκωνε· ήταν σα\ και μάγια να είχαν βαρύνει το νου και το κορμί του.
— Πρέπει να ξεκουραστώ, μουρμούρισε.
Σ’ αυτά τα λόγια ο φόθος και η ταραχή του Γκόλουμ έγιναν τόσο μεγάλα, ώστε ξαναμίλησε, σφυρίζοντας πίσω από το χέρι του, λες για να συγκρατήσει τον ήχο από αόρατους ακροατές στον αέρα.
— Όχι εδώ, όχι. Όχι εδώ ξεκούραση. Τρελοί! Μπορεί να μας δουν μάτια. Όταν έρθουν στη γέφυρα, θα μας δουν. Πάμε να φύγουμε! Προχωράτε, ανεβαίνετε! Ελάτε!
— Έλα, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Έχει δίκιο πάλι. Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ.
— Εντάξει, είπε ο Φρόντο με μια απόμακρη φωνή, λες και μιλούσε μισοκοιμισμένος. Θα προσπαθήσω.
Κουρασμένα σηκώθηκε όρθιος.
Ήταν όμως πολύ αργά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο βράχος σπαρτάρησε και τρεμούλιασε κάτω από τα πόδια τους. Το μεγάλο μπουμπουνητό, δυνατότερο παρά ποτέ, κύλησε στη γη και αντήχησε στα βουνά. Ύστερα, εντελώς απρόσμενα, μια μεγάλη κόκκινη αστραπή έσκισε το σκοτάδι. Μακριά, πίσω απ’ τα ανατολικά βουνά, πετάχτηκε στον ουρανό κι έθαψε τα χαμηλωμένα σύννεφα ολοπόρφυρα. Σ’ εκείνη την κοιλάδα της σκιάς και του νεκρού παγωμένου φωτός φάνηκε ανυπόφορα βίαιη και άγρια. Πέτρινες κορυφές και ράχες σαν μαχαίρια με δόντια ξεπετάχτηκαν κατάμαυρες στο φόντο της φλόγας που πεταγόταν προς τα πάνω στο Γκόργοροθ. Ύστερα ακούστηκε ένας δυνατός κεραυνός.
Και η Μίνας Μόργκουλ απάντησε. Φούντωσαν γαλαζοκίτρινα φώτα· γλώσσες γαλάζιας φλόγας ξεπετάχτηκαν απότομα απ’ τον πύργο κι απ’ τους γύρω λόφους, ανεβαίνοντας στα σκυθρωπά σύννεφα. Η γη βόγκησε· κι από την πόλη βγήκε μια κραυγή. Ανάκατα με τις στριγκές διαπεραστικές κραυγές όπως των ορνέων, και το διαπεραστικό χλιμίντρισμα αλόγων εξαγριωμένων από θυμό και φόβο, ακούστηκε μια στριγκλιά που σου έσκιζε τ’ αυτιά, τρεμουλιαστή, που γρήγορα έγινε τόσο ψιλή, ώστε ξεπέρασε την κλίμακα της ακοής. Οι χόμπιτ στράφηκαν προς το μέρος της κι έπεσαν χάμω, με τα χέρια στ’ αυτιά.
Καθώς η τρομερή κραυγή τελείωσε, καταλήγοντας σ’ ένα μακρόσυρτο αρρωστημένο θρήνο και σιωπή, ο Φρόντο σήκωσε σιγά σιγά το κεφάλι του. Απέναντι απ’ τη στενή κοιλάδα, τώρα σχεδόν στο ύψος των ματιών του, υψώνονταν τα τείχη της απαίσιας πολιτείας, και η σπηλαιώδης πύλη της, στο σχήμα ανοιχτού στόματος με γυαλιστερά δόντια, έχασκε ορθάνοιχτη. Ένας στρατός βγήκε από την πύλη.
Και όλος αυτός ο στρατός ήταν ντυμένος στα μαύρα, σκοτεινός σαν τη νύχτα. Και στο θαμπό φέγγος των τειχών και του στρωμένου δρόμου που φωσφόριζε, ο Φρόντο μπορούσε να τους δει, μικρές μαύρες μορφές, σειρές ατέλειωτες, που προχωρούσαν γρήγορα κι αμίλητα, βγαίνοντας σαν ατέλειωτο ποτάμι. Μπροστά πήγαινε πολύ ιππικό σε κανονικούς σκιερούς σχηματισμούς κι επικεφαλής τους ήταν ένας καβαλάρης πιο μεγαλόσωμος απ’ όλους τους άλλους: ένας Καβαλάρης κατάμαυρος, εκτός απ’ το κουκουλοφορεμένο κεφάλι του που φορούσε ένα κράνος σαν κορόνα που τρεμόσβηνε μ’ ένα επικίνδυνο φως. Τώρα πλησίαζε τη γέφυρα κάτω, και τα γουρλωμένα μάτια του Φρόντο τον παρακολουθούσαν, ανίκανα ν’ ανοιγοκλείσουν ή ν’ αποτραβηχτούν. Αυτός εκεί πέρα δεν ήταν ο Επικεφαλής των Εννέα Καβαλάρηδων που είχε γυρίσει στη γη για να οδηγήσει το φρικτό του λόχο στη μάχη; Εδώ, ναι εδώ, βέβαια, ήταν ο ωχρός βασιλιάς που το παγερό του χέρι είχε τραυματίσει το Δαχτυλιδοκουβαλητή με το θανατερό μαχαίρι του. Η παλιά πληγή άρχισε να τον σουβλίζει πάλι και μια μεγάλη παγωνιά απλώθηκε προς την καρδιά του Φρόντο.