Выбрать главу

— Δε φαίνεται τίποτα, είπε όταν γύρισε. Τα ίχνη της κυρίως πορείας μπερδεύτηκαν με το πέρασμα των καβαλάρηδων που γύριζαν πίσω. Τα ίχνη της πορείας τους όταν πήγαιναν πρέπει να ήταν πιο κοντά στο ποτάμι. Αλλά τα ανατολικά ίχνη είναι φρέσκα και καθαρά. Δεν υπάρχει σημάδι από πόδια να πηγαίνουν αντίθετα, πίσω κατά τον Άντουιν. Τώρα πρέπει να πηγαίνουμε πιο αργά, ώστε να είμαστε σίγουροι πως κανένα σημάδι ή αποτύπωμα ποδιού δεν ξεφεύγει δεξιά ή αριστερά. Οι Ορκ θα πρέπει από δω και κάτω να ήξεραν πως τους καταδιώκουν ίσως να έκαναν κάποια προσπάθεια ν’ απομακρύνουν τους αιχμαλώτους πριν τους προλάβουν.

Καθώς προχωρούσαν η μέρα σκοτείνιασε. Χαμηλά γκρίζα σύννεφα ήρθαν απ’ τη μεριά του Κάμπου. Μια ομίχλη σαβάνωσε τον ήλιο. Όλο και πιο κοντά πλησίαζαν οι δεντροντυμένες πλαγιές του Φάνγκορν.. σκοτεινιάζοντας σιγά σιγά καθώς ο ήλιος πήγαινε στη δύση. λεν είδαν άλλα ίχνη, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, αλλά πού και πού προσπερνούσαν κάποιους Ορκ. πεσμένους στο δρόμο καθώς έτρεχαν, με γκριζόφτερα βέλη να εξέχουν απ’ την πλάτη ή το λαιμό τους.

Γέλος, καθώς έφευγε το απόγευμα, έφτασαν στις αρχές του δάσους και σ’ ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πρώτα δέντρα βρήκαν τον τόπο της μεγάλης φωτιάς: οι στάχτες ήταν ακόμα καυτές και κάπνιζαν. Δίπλα ήταν ένας μεγάλος σωρός από περικεφαλαίες και αρματωσιές, σκισμένες ασπίδες, σπασμένα σπαθιά, τόξα, βέλη κι άλλο πολεμικό υλικό. Σ’ ένα παλούκι, στη μέση, ήταν καρφωμένο ένα μεγάλο κακομούτσουνο κεφάλι· πάνω στο κομματιασμένο του κράνος το άσπρο έμβλημα φαινόταν ακόμα. Πιο κάτω, όχι μακριά απ’ το ποτάμι, στο σημείο που έβγαινε έξω απ’ το δάσος, υπήρχε ένας τύμβος. Ήταν φρεσκοφτιαγμένος: το νωπό χώμα ήταν σκεπασμένο με φρεσκοκομμένη χλόη: γύρω του ήταν στημένα όρθια δεκαπέντε κοντάρια.

Ο Άραγκορν και οι σύντροφοι του έψαξαν παντού, κοντά και μακριά απ’ το πεδίο της μάχης, αλλά το φως χλώμιασε και το σούρουπο έπεσε γρήγορα, θαμπό κι ομιχλιασμένο. Όταν νύχτωσε δεν είχαν ανακαλύψει ούτε ίχνος από το Μέρι και τον Πίπιν.

Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο, είπε ο Γκίμλι λυπημένα. Μας παρουσιάστηκαν πολλοί γρίφοι απ’ το Τολ Μπράντιρ κι εδώ, αλλά αυτός είναι ο πιο δύσκολος. Εγώ θα ’λεγα πως τα καμένα κόκαλα των χόμπιτ βρίσκονται τώρα ανακατεμένα με τα κόκαλα των Ορκ. Τα νέα θα είναι πολύ σκληρά για το Φρόντο, αν ζήσει και τα μάθει· και το ίδιο σκληρά και για το γερο-χόμπιτ, που περιμένει στο Σκιστό Λαγκάδι. Ο Έλροντ δε συμφωνούσε να έρθουν.

Αλλά όχι κι ο Γκάνταλφ, είπε ο Λέγκολας.

Ο Γκάνταλφ όμως διάλεξε να έρθει κι ο ίδιος κι ήταν ο πρώτος που χάθηκε, απάντησε ο Γκίμλι. Αστόχησε στην πρόβλεψή του.

Οι συμβουλές του Γκάνταλφ δε βασίζονται στα προγνωστικά του γι’ ασφάλεια, για τον εαυτό του ή για τους άλλους, είπε ο Άραγκορν. Υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι καλύτερο να τ’ αρχίζεις παρά να τ’ αρνηθείς, ακόμα κι αν το τέλος μπορεί να ’ναι σκοτεινό. Αλλά εγώ δε φεύγω ακόμα απ’ αυτό το μέρος. Και, οπωσδήποτε, εδώ πρέπει να περιμένουμε να ξημερώσει.

Λίγο πιο πέρα απ’ το πεδίο της μάχης έστησαν τον καταυλισμό τους, κάτω από ένα απλωτό δέντρο· έμοιαζε με καστανιά, αλλ’ όμως είχε ακόμα πολλά καφέ φαρδιά φύλλα από πέρσι, σαν ξεραμένα χέρια με ανοιγμένα δάχτυλα, που έτριζαν πένθιμα στο βραδινό αεράκι.

Ο Γκίμλι ανατρίχιασε. Είχαν φέρει μόνο από μια κουβέρτα ο καθένας.

— Ας ανάψουμε φωτιά, είπε. Δε με νοιάζει πια για τον κίνδυνο. Ακόμα κι αν έρθουν Ορκ σαν καλοκαιρινές σκνίπες γύρω από ένα κερί!

— Αν οι κακόμοιροι οι χόμπιτ είναι χαμένοι στα δάση, ίσως τους τραβήξει εδώ, είπε ο Λέγκολας.

— Και μπορεί να τραβήξει κι άλλα όντα εκτός από Ορκ και Χόμπιτ, είπε ο Άραγκορν. Βρισκόμαστε κοντά στα ορεινά περάσματα του προδότη Σάρουμαν. Κι είμαστε και στην αρχή του Φάνγκορν και λένε πως είναι πολύ επικίνδυνο ν’ αγγίξουμε τα δέντρα αυτού του δάσους.

— Αλλά οι Ροχίριμ άναψαν εδώ μεγάλη φωτιά χτες, είπε ο Γκίμλι, κι έκοψαν δέντρα για τη φωτιά, όπως φαίνεται. Κι όμως, πέρασαν εδώ τη νύχτα ασφαλισμένα, όταν τελείωσαν τη δουλειά τους.

— Ήταν πολλοί, είπε ο Άραγκορν, και δεν τους νοιάζει η οργή του Φάνγκορν, γιατί σπάνια έρχονται εδώ και δεν μπαίνουν κάτω από τα δέντρα. Αλλά ο δρόμος μας μπορεί να μας οδηγήσει μες στο ίδιο το δάσος. Γι’ αυτό προσέχετε! Μην κόψετε ζωντανό ξύλο!

— Δε χρειάζεται, είπε ο Γκίμλι. Οι Καβαλάρηδες άφησαν αρκετά ξύλα και κλαδιά κι έχει ένα σωρό ξερόκλαδα παντού.

Απομακρύνθηκε να μαζέψει ξύλα κι ασχολήθηκε με το να φτιάξει και ν’ ανάψει τη φωτιά· αλλά ο Άραγκορν κάθισε σιωπηλός με την πλάτη στο μεγάλο δέντρο, βυθισμένος σε σκέψεις· κι ο Λέγκολας στεκόταν μονάχος πιο ανοιχτά και κοίταζε κατά τη βαθιά σκιά του δάσους, γέρνοντας μπροστά σαν κάποιος που ακούει φωνές να τον καλούν από μακριά.