Выбрать главу

— Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Έφυγαν και καλά θα κάνουμε να φύγουμε κι εμείς. Έχει κάτι ακόμα ζωντανό σ’ εκείνο το μέρος, κάτι με μάτια ή νου που βλέπει, αν με καταλαβαίνεις· κι όσο περισσότερο μένουμε σ’ ένα μέρος, τόσο πιο γρήγορα θα μας βρει. Έλα, εμπρός, κύριε Φρόντο!

Ο Φρόντο σήκωσε το κεφάλι του και ύστερα σηκώθηκε όρθιος. Η απελπισία δεν του είχε φύγει, αλλά η αδυναμία είχε περάσει. Έφτασε μάλιστα και να χαμογελάσει αγριωπά, νιώθοντας τώρα τόσο ξεκάθαρα, όσο ένα λεπτό πρωτύτερα ένιωθε το αντίθετο, πως αυτό που είχε να κάνει θα το έκανε, αν μπορούσε, και πως αν ο Φαραμίρ ή ο Άραγκορν ή ο Έλροντ ή η Γκαλάντριελ ή ο Γκάνταλφ ή ο οποιοσδήποτε άλλος δε μάθαινε ποτέ γι’ αυτό, δεν είχε σημασία. Έπιασε το ραβδί του με το ένα χέρι και κρατούσε το φιαλίδιο με το άλλο. Όταν είδε πως το καθάριο φως ξεχείλιζε κιόλας ανάμεσα από τα δάχτυλά του, το έχωσε στο στήθος του και το κράτησε πάνω στην καρδιά του. Ύστερα γυρίζοντας την πλάτη του στην πόλη της Μόργκουλ, που τώρα δεν ήταν παρά μια γκρίζα ανταύγεια στην απέναντι πλευρά του σκοτεινού κόλπου, ετοιμάστηκε να πάρει τον ανήφορο.

Το Γκόλουμ, κατά τα φαινόμενα, είχε προχωρήσει κατά μήκος της προεξοχής στο σκοτάδι πέρα, όταν άνοιξαν οι πύλες της Μίνας Μόργκουλ, εγκαταλείποντας τους χόμπιτ εκεί που βρισκόντουσαν. Τώρα ήρθε με τα τέσσερα πίσω. Τα δόντια του χτυπούσαν και τα δάχτυλα του κροτάλιζαν.

— Τρελοί! Ανόητοι! σφύριξε. Βιαστείτε! Μη νομίζετε πως πέρασε ο κίνδυνος. Δεν πέρασε. Βιαστείτε!

Δεν απάντησαν, αλλά το ακολούθησαν στην ανηφορική στενή προεξοχή. Δεν τους άρεσε καθόλου, παρ’ όλο που είχαν αντιμετωπίσει τόσους άλλους κινδύνους· αλλά δεν κράτησε πολύ. Σύντομα το μονοπάτι έφτασε σε μια στρογγυλεμένη γωνία που η βουνοπλαγιά φούσκωνε προς τα έξω πάλι, κι εκεί ξαφνικά μπήκε σ’ ένα στενό άνοιγμα στο βράχο. Είχαν φτάσει στην πρώτη σκάλα που τους είχε πει το Γκόλουμ. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν απόλυτο και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα πιο πέρα απ’ τ’ απλωμένα τους χέρια· αλλά τα μάτια του Γκόλουμ γυάλιζαν χλωμά, αρκετά πόδια ψηλότερα, καθώς γύρισε πίσω προς το μέρος τους.

— Προσέχετε! ψιθύρισε. Σκαλιά. Πολλά σκαλιά. Πρέπει να προσέχετε!

Προσοχή χρειαζόταν οπωσδήποτε. Ο Φρόντο κι ο Σαμ ένιωσαν στην αρχή να ξαλαφρώνουν, τώρα που είχαν τοίχο κι απ’ τις δύο πλευρές, η σκάλα όμως ήταν τόσο όρθια, όσο μια κινητή σκάλα, κι όσο ανέβαιναν όλο και ψηλότερα, ένιωθαν όλο και περισσότερο το μακρύ μαύρο χάσμα πίσω τους. Τα σκαλοπάτια ήταν στενά και άνισα και συχνά επικίνδυνα — ήταν φθαρμένα και λεία στις άκρες, και μερικά ήταν σπασμένα κι άλλα ράγιζαν μόλις τα πατούσε πόδι. Οι χόμπιτ προχωρούσαν με αγώνα, ώσπου στο τέλος αρπάζονταν μ’ απελπισμένα δάχτυλα στα σκαλοπάτια εμπρός τους κι ανάγκαζαν με το ζόρι τα πονεμένα τους γόνατα να λυγίζουν και να ισιώνουν και καθώς η σκάλα άνοιγε δρόμο όλο και πιο βαθιά στο απόκρημνο βουνό, οι πέτρινοι τοίχοι ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους.

Αργότερα, εκεί που έλεγαν πως δεν άντεχαν άλλο, είδαν τα μάτια του Γκόλουμ από ψηλά να προσπαθούν να τους δουν ξανά.

— Ανεβήκαμε, ψιθύρισε. Πάει η πρώτη σκάλα. Έξυπνοι χόμπιτ ν’ ανεβούν τόσο ψηλά, πολύ έξυπνοι χόμπιτ. Λίγα σκαλάκια ακόμα κι αυτό είν’ όλο, ναι.

Ζαλισμένοι και πολύ κουρασμένοι ο Σαμ κι ο Φρόντο πίσω του σκαρφάλωσαν και το τελευταίο σκαλοπάτι και κάθισαν κάτω τρίβοντας τα πόδια τους και τα γόνατά τους. Βρίσκονταν σ’ ένα βαθύ σκοτεινό διάδρομο που φαινόταν να εξακολουθεί ν’ ανεβαίνει μπροστά τους, αν κι όχι τόσο ανηφορικά, δίχως σκαλοπάτια. Το Γκόλουμ δεν τους άφησε να ξεκουραστούν πολλή ώρα.

— Έχει κι άλλη σκάλα, είπε. Πολύ πιο μεγάλη. Θα ξεκουραστούμε όταν φτάσουμε στην κορφή της άλλης σκάλας. Όχι ακόμα.

Ο Σαμ βόγκηξε.

— Πιο μεγάλη, είπες; ρώτησε.

— Μάλιστα, μάλισστα, πιο μεγάλη, είπε το Γκόλουμ. Όχι όμως τόσο δύσκολη. Οι χόμπιτ έχουν ανέβει την Ίσια Σκάλα. Ύστερα είναι η Στριφογυριστή Σκάλα.

— Κι ύστερα; είπε ο Σαμ.

— Θα δούμε, είπε το Γκόλουμ σιγανά. Ω, ναι, θα δούμε!

— Μου φάνηκε πως είχες πει πως είχε μια στοά, είπε ο Σαμ. Δεν έχει μια στοά ή κάτι τέτοιο να περάσουμε;

— Ω, ναι, έχει μια στοά, είπε το Γκόλουμ. Οι χόμπιτ όμως μπορούν να ξεκουραστούν πριν τη διασχίσουν. Αν τη διασχίσουν, θα βρεθούν στην κορφή σχεδόν. Πολύ κοντά, αν τη διασχίσουν. Ω, ναι!

Ο Φρόντο ανατρίχιασε. Η ανάβαση τον είχε ιδρώσει, τώρα όμως ένιωθε να κολλάνε τα ρούχα του και να κρυώνει, και είχε ένα ψυχρό ρεύμα στο σκοτεινό διάδρομο που κατέβαινε απ’ τα αόρατα ύψη πάνωθέ τους. Σηκώθηκε και τινάχτηκε. — Λοιπόν, ας συνεχίσουμε! είπε. Αυτός δεν είναι τόπος για καθισιό.