Выбрать главу

Ο διάδρομος φαινόταν να προχωρεί μίλια ολόκληρα, και πάντα το ψυχρό ρεύμα φυσούσε από πάνω τους κι όλο δυνάμωνε, ώσπου έγινε παγωμένος άνεμος. Λες και τα βουνά να προσπαθούσαν με τη θανατερή τους ανάσα να τους κάνουν να δειλιάσουν, να γυρίσουν πίσω και να μη φτάσουν στα μυστικά που έκρυβαν τα ύψη, λες και προσπαθούσαν να τους παρασύρουν πίσω στη σκοτεινιά. Τότε μόνο κατάλαβαν πως είχαν φτάσει στο τέρμα, όταν ξαφνικά έπαψαν να πιάνουν τοίχο με το δεξί τους χέρι. Ελάχιστα μπορούσαν να δουν. Τεράστιοι μαύροι απροσδιόριστοι όγκοι και βαθιές γκρίζες σκιές ορθώνονταν πάνωθε κι ολόγυρα τους, αλλά πότε πότε ένα μουντό κόκκινο φως τρεμόσβηνε ψηλά κάτω απ’ τα χαμηλωμένα σύννεφα, και για μια στιγμή ένιωσαν ψηλές κορφές, μπροστά και στα πλάγια, σαν κολόνες που συγκρατούσαν ένα τεράστιο βουλιαγμένο ταβάνι. Φαινόταν πως είχαν ανεβεί πολλές εκατοντάδες πόδια, ως ένα φαρδύ πλατύσκαλο. Απόκρημνος βράχος υψωνόταν στ’ αριστερά τους κι ένα χάσμα δεξιά τους.

Το Γκόλουμ τους οδήγησε κοντά κάτω από το βράχο. Προς το παρόν δεν ανέβαιναν άλλο, το έδαφος όμως τώρα ήταν πιο ανώμαλο κι επικίνδυνο στο σκοτάδι και είχε ένα σωρό βράχια πεσμένα στα πόδια τους. Προχωρούσαν αργά και με προσοχή. Πόσες ώρες είχαν περάσει από τότε που μπήκαν στην Κοιλάδα Μόργκουλ ούτε ο Σαμ ούτε ο Φρόντο μπορούσαν να υπολογίσουν πια. Η νύχτα φαινόταν ατελείωτη.

Τέλος, γι’ άλλη μια φορά ένιωσαν έναν τοίχο να υψώνεται και γι’ άλλη μια φορά μια σκάλα φάνηκε μπροστά τους. Πάλι σταμάτησαν και πάλι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Η ανάβαση ήταν μεγάλη και κουραστική· αυτή όμως η σκάλα δεν έμπαινε μέσα στην πλευρά του βουνού. Εδώ η εξωτερική επιφάνεια του απόκρημνου βράχου έγερνε προς τα μέσα, και το μονοπάτι σαν φίδι στριφογύριζε πέρα δώθε πάνω της. Σ’ ένα σημείο σερνόταν με το πλάι ως την άκρη άκρη του σκοτεινού χάσματος, κι ο Φρόντο, κοιτάζοντας κάτω, είδε σαν ένα τεράστιο βαθύ χαντάκι το μεγάλο φαράγγι στην αρχή της Κοιλάδας Μόργκουλ. Κάτω στα βάθη του φωσφόριζε σαν γραμμή από πυγολαμπίδες ο δρόμος των φαντασμάτων, που ξεκινούσε απ’ τη νεκρή πόλη κι έφτανε ως το Ακατανόμαστο Πέρασμα. Κοίταξε βιαστικά από την άλλη μεριά.

Η σκάλα εξακολούθησε ν’ ανεβαίνει και να στρίβει και να σέρνεται, ώσπου στο τέλος με μια σειρά ολόισια σκαλοπάτια βγήκε πάλι σε κάποιο ψηλότερο επίπεδο. Το μονοπάτι είχε απομακρυνθεί από το κυρίως πέρασμα στο μεγάλο φαράγγι και τώρα ακολουθούσε τη δική του επικίνδυνη πορεία στο κάτω μέρος ενός μικρότερου φαραγγιού ανάμεσα στις ψηλότερες περιοχές των Έφελ Ντούαθ. Αμυδρά οι χόμπιτ μπορούσαν να ξεχωρίσουν ψηλές πέτρινες κορφές και ξεδοντιασμένες μύτες κι απ’ τις δυο πλευρές, που ανάμεσά τους υπήρχαν μεγάλα χάσματα και ρωγμές πιο μαύρες κι απ’ τη νύχτα, όπου ξεχασμένοι χειμώνες είχαν καταφάει και πελεκήσει τον ανήλιαγο βράχο. Και τώρα το κόκκινο φως στον ουρανό έδειχνε πιο δυνατό, αν και δεν μπορούσαν να πουν αν ερχόταν στ’ αλήθεια, σ’ αυτόν τον τόπο της σκιάς, κάποιο τρομερό πρωινό ή αν έβλεπαν μόνο τη φλόγα από κάποια φοβερή πράξη βίας του Σόρον από τα βασανιστήρια του Γκόργκοροθ εκεί πέρα. Πολύ μακριά και πολύ ψηλά ακόμα, ο Φρόντο, κοιτάζοντας ψηλά, είδε, όπως μάντεψε, το αποκορύφωμα του πικρού τούτου δρόμου. Στο φόντο της βλοσυρής κοκκινίλας του ανατολικού ουρανού μια διχάλα ξεχώριζε στην πιο ψηλή κορυφογραμμή, στενή, βαθιά σκαμμένη ανάμεσα σε δυο μαύρες ράχες· και η καθεμιά τους τελείωνε σε μια βραχοκορφή.

Κοντοστάθηκε και κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή. Η βραχοκορφή αριστερά ήταν ψηλή και λεπτή· και μέσα της έκαιγε ένα κόκκινο φως ή μπορεί το κόκκινο φως της περιοχής από πίσω να περνούσε από κάποια τρύπα. Τώρα είδε: ήταν ένας μαύρος πύργος που ζυγιαζόταν πάνω από το εξωτερικό πέρασμα. Άγγιξε το μπράτσο του Σαμ κι έδειξε.

— Δε μ’ αρέσει καθόλου η όψη του! είπε ο Σαμ. Άρα κι αυτό σου το κρυφό πέρασμα φυλάγεται, γρύλισε γυρίζοντας στο Γκόλουμ. Και θα το ’ξερες απ’ την αρχή φαντάζομαι, ε;

— Όλα τα περάσματα φυλάγονται, ναι, είπε το Γκόλουμ. Και βέβαια. Αλλά οι χόμπιτ πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν κάποιο δρόμο που μπορεί να τον φυλάνε λιγότερο. Μπορεί να έχουν φύγει όλοι για τη μεγάλη μάχη, μπορεί!

— Μπορεί, έγρουξε ο Σαμ. Πάντως φαίνεται ακόμα πολύ μακριά και πολύ ψηλά, ώσπου να φτάσουμε εκεί. Κι έχουμε ακόμα τη στοά. Νομίζω πως πρέπει να ξεκουραστείς τώρα, κύριε Φρόντο. Δεν ξέρω τι ώρα της μέρας ή της νύχτας είναι, αλλά περπατήσαμε με τις ώρες.

— Ναι, πρέπει να ξεκουραστούμε, είπε ο Φρόντο. Ας βρούμε κάποια γωνιά προφυλαγμένη απ’ τον αέρα, για να πάρουμε δύναμη — για τον τελευταίο γύρο.

Γιατί έτσι το ένιωθε. Η φρίκη της περιοχής πίσω απ’ τα βουνά και η αποστολή που έπρεπε να εκτελέσει εκεί του φαίνονταν απόμακρες, πάρα πολύ μακριά ακόμα για να τον ανησυχούν. Όλο του το είναι ήταν απασχολημένο με το πώς να διασχίσει ή να παρακάμψει τον αδιαπέραστο αυτόν τοίχο και τη φρουρά. Μιας και κατάφερνε το αδύνατο αυτό εγχείρημα, τότε κάπως η αποστολή του θα έφτανε στο τέλος της, ή κάπως έτσι του φαινόταν εκείνη τη σκοτεινή ώρα της μεγάλης εξουθένωσης, που ακόμα παιδευόταν στις πέτρινες σκιές κάτω από την Κίριθ Ούνγκολ.