Σε μια σκοτεινή εσοχή ανάμεσα σε δύο πέτρινους παραστάτες κάθισαν — ο Φρόντο κι ο Σαμ λίγο πιο μέσα και το Γκόλουμ κουλουριασμένο καταγής, κοντά στην είσοδο. Οι χόμπιτ έφαγαν αυτό που νόμιζαν πως θα είναι το τελευταίο τους γεύμα, πριν κατεβούν στην Ακατονόμαστη Χώρα, ίσως και το τελευταίο γεύμα που θα έτρωγαν ποτέ μαζί. Έφαγαν λίγο από τα τρόφιμα της Γκόντορ και λίγο από το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών και ήπιαν λιγάκι. Το νερό τους όμως το ήπιαν με πολλή οικονομία και ήπιαν μόνο τόσο, όσο να βρέξουν το στεγνό τους στόμα.
— Πού άραγε θα ξαναβρούμε νερό; είπε ο Σαμ. Φαντάζομαι όμως πως ακόμα κι εκεί πέρα θα πίνουν. Οι Ορκ πίνουν, δεν είναι έτσι;
— Ναι, πίνουν, είπε ο Φρόντο. Αλλά ας μη μιλάμε γι’ αυτό. Αυτό που πίνουν δεν είναι για μας.
— Να, λοιπόν, γιατί είναι μεγάλη ανάγκη να γεμίσουμε τα παγούρια μας, είπε ο Σαμ. Αλλά δεν υπάρχει νερό εδώ: ούτε θόρυβο νερού ούτε σταλαγματιά δεν άκουσα. Και οπωσδήποτε ο Φαραμίρ μας είπε να μην πιούμε καθόλου απ’ το νερό της Μόργκουλ.
— Νερό που να βγαίνει απ’ την Ίμλαντ Μόργκουλ, ήταν τα λόγια του, είπε ο Φρόντο. Εμείς δε βρισκόμαστε σ’ εκείνη την κοιλάδα τώρα κι αν βρίσκαμε καμιά πηγή, αυτή θα μπαίνει στην κοιλάδα, δε θα βγαίνει.
— Εγώ δε θα το εμπιστευόμουνα, είπε ο Σαμ, εκτός κι αν πέθαινα της δίψας. Αυτός ο τόπος μού δημιουργεί μια αίσθηση κακού — οσμίστηκε — και μια μυρωδιά, μου φαίνεται. Την πρόσεξες; Μια παράξενη μυρωδιά κλεισούρας. Δε μ’ αρέσει.
— Εμένα δε μου αρέσει τίποτα εδώ, είπε ο Φρόντο, ούτε σκαλί ούτε πέτρα ούτε ανάσα ούτε κόκαλο. Γη και αέρας και νερό όλα μοιάζουν καταραμένα. Αλλά αυτός είναι ο δρόμος μας.
— Ναι, σωστά, είπε ο Σαμ. Και ούτε κατά διάνοια δε θα βρισκόμαστε εδώ, αν ξέραμε περισσότερα πριν ξεκινήσουμε. Αλλά φαντάζομαι πως έτσι συμβαίνει συχνά. Οι παλικαριές στις παλιές ιστορίες και στα τραγούδια, κύριε Φρόντο, οι περιπέτειες, όπως τις έλεγα. Νόμιζα πως ήταν πράγματα που οι αντρειωμένοι ξεκινούσαν για να βρουν, γιατί τα ήθελαν, γιατί πρόσφεραν συγκινήσεις και η ζωή ήταν λιγάκι βαρετή, σαν είδος σπορ, θα ’λεγα. Αλλά δε συμβαίνει έτσι στις ιστορίες που ήταν πραγματικά σπουδαίες ή σ’ εκείνες που δεν ξεχνιούνται. Οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σ’ αυτές άθελά τους, συνήθως... αυτός ήταν ο δρόμος τους, όπως είπες. Αλλά φαντάζομαι πως θα ’χαν ένα σωρό ευκαιρίες, σαν κι εμάς, να γυρίσουν πίσω, μόνο που δε γύρισαν. Κι αν γύρισαν, εμείς δεν το ξέρουμε, γιατί έχουν ξεχαστεί. Εμείς μαθαίνουμε γι’ αυτούς που συνέχισαν — και δε βρήκαν όλοι καλό τέλος, εδώ που τα λέμε· τουλάχιστον ό,τι αυτοί, που βρίσκονται μέσα στην ιστορία κι όχι απέξω, θεωρούν καλό τέλος. Ξέρεις δηλαδή να γυρίσουν σπίτι τους και να τα βρουν όλα εντάξει, αν κι όχι εντελώς απαράλλαχτα -σαν το γέρο κύριο Μπίλμπο. Αλλά εκείνες δεν είναι πάντα και οι καλύτερες ιστορίες που ακούει κανείς· αν και μπορεί να είναι οι καλύτερες να βρεθεί κανείς! Άραγε, σε τι ιστορία να βρισκόμαστε εμείς;
— Κι εγώ αναρωτιέμαι, είπε ο Φρόντο. Αλλά δεν ξέρω. Κι έτσι είναι οι αληθινές ιστορίες. Να, πάρε μία, οποιαδήποτε, που να σου αρέσει. Εσύ μπορεί να ξέρεις, ή να μαντεύεις τι είδους ιστορία είναι, με καλό ή με λυπητερό τέλος, αλλά οι ήρωες δεν το ξέρουν. Κι ούτε κι εσύ θέλεις να το ξέρουν.
— Όχι, κύριε, και βέβαια όχι. Να, πάρε τον Μπέρεν τώρα, ποτέ του δε φαντάστηκε πως θα ’παιρνε το Σίλμαριλ απ’ τη Σιδερένια Κορόνα στη Θανγκορόντριμ, κι όμως το πήρε, κι εκείνος ο τόπος ήταν χειρότερος κι ο κίνδυνος πιο φοβερός απ’ τον δικό μας. Αλλά εκείνη είναι μεγάλη ιστορία, φυσικά, και ξεπερνάει κάθε χαρά και λύπη και πάει πιο πέρα — και το Σίλμαριλ συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε στον Εαρέντιλ. Και, μάλιστα, κύριε, και δεν το ’χα ξανασκεφτεί αυτό! Έχουμε — έχεις λίγο φως απ’ αυτό σ’ εκείνο το αστρογυάλι που σου έδωσε η Κυρά! Κι εδώ που τα λέμε, αν το καλοσκεφτείς, βρισκόμαστε κι εμείς στην ίδια ιστορία ακόμα! Δεν τελειώνουν ποτέ οι μεγάλες ιστορίες;
— Όχι, ποτέ δεν τελειώνουν σαν ιστορίες, είπε ο Φρόντο. Αλλά οι ήρωές τους έρχονται και φεύγουν, όταν τελειώσει ο ρόλος τους. Κι ο δικός μας ρόλος θα τελειώσει πιο αργά... ή γρήγορα.
Και τότε θα μπορέσουμε να ξεκουραστούμε λιγάκι και να κοιμηθούμε είπε ο Σαμ και γέλασε αγριωπά. Και αυτό ακριβώς θέλω να πω, κύριε Φρόντο. Θέλω να πω, απλή συνηθισμένη ξεκούραση και ύπνο και να ξυπνάω για να κάνω τις πρωινές μου δουλειές στον κήπο. Φοβάμαι πως αυτό είναι όλο κι όλο που ελπίζω όλον τούτο τον καιρό. Όλα τα μεγάλα και σπουδαία σχέδια δεν είναι για του λόγου μου. Πάντως, αναρωτιέμαι αν ποτέ θα μας βάλουν στα τραγούδια ή στις ιστορίες. Βρισκόμαστε μέσα σε μία, φυσικά· αλλά θέλω να πω: να βάλουν λόγια, καταλαβαίνεις, να τη λένε στο παραγώνι ή να τη διαβάζουν από ένα πολύ μεγάλο βιβλίο με μαύρα και κόκκινα γράμματα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια. Κι ο κόσμος να λέει: «Ας ακούσουμε για το Φρόντο και το Δαχτυλίδι!» Και να λένε: «Ναι, αυτή είναι μια απ’ τις αγαπημένες μου ιστορίες. Ο Φρόντο ήταν πολύ γενναίος, έτσι δεν είναι, μπαμπά;» «Ναι, παιδί μου, ο πιο ξακουστός απ’ όλους τους χόμπιτ, κι αυτό λέει πολλά.»