— Παραλέει πολλά, είπε ο Φρόντο και γέλασε μ’ ένα γέλιο μακρύ και καθαρό μέσ’ από την καρδιά του.
Τέτοιος ήχος είχε ν’ ακουστεί σ’ εκείνα τα μέρη από τότε που ο Σόρον ήρθε στη Μέση-Γη. Του Σαμ ξαφνικά του φάνηκε πως όλες οι πέτρες κι όλοι οι ψηλοί βράχοι που έγερναν από πάνω τους είχαν στήσει αυτί. Ο Φρόντο όμως δεν τους έδωσε σημασία· γέλασε πάλι.
— Λοιπόν, Σαμ, είπε, και μόνο που σ’ ακούω, νιώθω χαρούμενος, λες και η ιστορία να έχει κιόλας γραφτεί. Άφησες όμως έξω έναν από τους κυριότερους χαρακτήρες: το Σάμγουάιζ, το λεοντόκαρδο. «Θέλω ν’ ακούσω κι άλλα για το Σαμ, μπαμπά. Γιατί δεν έχει πιο πολλά απ’ τα λεγόμενά του, μπαμπά; Αυτά είναι που μου αρέσουν, με κάνουν και γελώ. Κι ο Φρόντο δε θα ’χε πάει μακριά χωρίς το Σαμ, έτσι δεν είναι μπαμπά;»
— Έλα τώρα, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ, μην κοροϊδεύεις. Εγώ μιλούσα σοβαρά.
— Κι εγώ το ίδιο, είπε ο Φρόντο, κι εγώ το ίδιο. Πήραμε μεγάλη φόρα. Εσύ κι εγώ, Σαμ, βρισκόμαστε ακόμα κολλημένοι στα χειρότερα σημεία της ιστορίας, και είναι πάρα πολύ πιθανό κάποιος να πει σ’ αυτό το σημείο: «Κλείσ’ το τώρα το βιβλίο, μπαμπά· δε θέλουμε να μας διαβάσεις άλλο».
— Μπορεί, είπε ο Σαμ, εγώ πάντως δε θα ’μουν απ’ αυτούς που θα το ’λεγαν. Αυτά που έχουν γίνει κι έχουν τελειώσει κι έχουν πάρει τη θέση τους στις μεγάλες ιστορίες είναι διαφορετικά. Να, ακόμα και το Γκόλουμ μπορεί να ’ναι καλό στην ιστορία, καλύτερο απ’ το να το ’χεις δίπλα σου, σίγουρα. Και κάποτε του άρεσαν κι αυτουνού οι ιστορίες, απ’ ό,τι λέει. Άραγε τι να νομίζει πως είναι: ο καλός ή ο κακός της ιστορίας;
«Γκόλουμ! φώναξε. Θα ’θελες να είσαι ο ήρωας — πού να πήγε πάλι τώρα;
Δεν υπήρχε ίχνος απ’ το Γκόλουμ ούτε στην είσοδο του καταφυγίου τους ούτε στις σκιές εκεί κοντά. Είχε αρνηθεί να πάρει απ’ την τροφή τους, αν και είχε, όπως συνήθως, δεχτεί μια γουλιά νερό· κι ύστερα φάνηκε πως κουλουριάστηκε για ύπνο. Είχαν φανταστεί πως ένας τουλάχιστο σκοπός της μεγάλης απουσίας του την προηγούμενη μέρα ήταν το κυνήγι τροφής της αρεσκείας του· και τώρα ήταν φανερό πως είχε ξεγλιστρήσει πάλι την ώρα που κουβέντιαζαν. Αλλά για ποιο σκοπό τούτη τη φορά;
— Δε μ’ αρέσουν τούτα τα ξεπορτίσματα και δίχως να λέει τίποτα μάλιστα, είπε ο Σαμ. Και τώρα λιγότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν μπορεί να ψάχνει για φαΐ εδώ πάνω, εκτός κι έχει τίποτα βράχια που να του νοστιμίζουν. Μωρέ, εδώ δεν έχει ούτε βρύα!
— Άδικα στεναχωριόμαστε γι’ αυτό τώρα, είπε ο Φρόντο. Δε θα ’χαμε φτάσει ως εδώ, ούτε ως την αρχή του περάσματος, χωρίς αυτό, θα πρέπει, λοιπόν, να ανεχόμαστε τις ιδιοτροπίες του. Αν μας απατήσει, μας απάτησε.
— Πάντως, θα προτιμούσα να μην το ’χανα από τα μάτια μου, είπε ο Σαμ. Κι ακόμα περισσότερο, αν μας απατάει. Θυμάσαι που ποτέ δε θέλησε να μας πει αν αυτό το πέρασμα φρουρείται ή όχι; Και τώρα να κι ένας πύργος εκεί πέρα... που μπορεί να ’ναι έρημος, μπορεί όμως κι όχι. Νομίζεις πως πάει να τους φέρει, τους Ορκ ή ό,τι άλλο είναι;
— Όχι, δε νομίζω, απάντησε ο Φρόντο. Ακόμα κι αν κάτι μας μαγειρεύει, και δεν είναι καθόλου απίθανο, δε νομίζω πως είναι αυτό. Δεν πάει να φέρει τους Ορκ, ή τίποτ’ άλλους υπηρέτες του Εχθρού. Γιατί να περιμένει ως τώρα και να ξεθεωθεί να σκαρφαλώσει ως εδώ και να ’ρθει τόσο κοντά στον τόπο που τρέμει; Σίγουρα μπορούσε να μας παραδώσει στους Ορκ πάμπολλες φορές από τότε που ανταμώσαμε. Όχι, αν κάτι μαγειρεύει, θα ’ναι κάποιο δικό του κόλπο, που νομίζει πως είναι εντελώς κρυφό.
— Λοιπόν, μπορεί και να ’χεις δίκιο, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Όχι πως με παρηγορεί και πολύ. Δεν κάνω κανένα λάθος· δεν έχω καμιά αμφιβολία πως εμένα θα με παράδινε στους Ορκ με μεγάλη του ευχαρίστηση. Αλλά παραλίγο να ξεχάσω — το Πολύτιμό του. Όχι, φαντάζομαι πως πάντα ήταν Το Πολύτιμο για το φτωχούλη το Σμήγκολ. Αυτό κρύβεται πίσω απ’ όλα του τα κολπάκια, αν κάτι σκαρώνει. Αλλά πώς κουβαλώντας μας εδώ πάνω εξυπηρετεί τα σχέδιά του, είναι κάτι που δεν μπορώ να το καταλάβω.