Выбрать главу

— Το πιο πιθανό είναι πως ούτε κι αυτό το ίδιο δεν μπορεί να καταλάβει, είπε ο Φρόντο. Και δε νομίζω πως έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο θολωμένο του κεφάλι. Νομίζω πως απ’ τη μια μεριά πραγματικά προσπαθεί να γλιτώσει το Πολύτιμο απ’ τον Εχθρό, όσο πιο πολύ μπορεί. Γιατί αυτό θα ’ναι και η τελική καταστροφή του, αν το πάρει ο Εχθρός. Κι απ’ την άλλη μεριά, ίσως, αφήνει τον καιρό να περνάει και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία.

— Ναι, ο Μουλωχτός κι ο Βρομερός, όπως έχω ξαναπεί, είπε ο Σαμ. Αλλά όσο περισσότερο πλησιάζουμε στη χώρα του Εχθρού, τόσο περισσότερο ο Βρομερός βγαίνει πιο πάνω απ’ το Μουλωχτό. Και πρόσεξε αυτό που θα πω: αν ποτέ φτάσουμε στο πέρασμα, δε θα μας αφήσει στ’ αλήθεια να περάσουμε το Πολύτιμο πέρα από τα σύνορα δίχως να μας μαγειρέψει κάτι.

— Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, είπε ο Φρόντο.

— Όχι, αλλά καλά θα κάνουμε να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, ώσπου να φτάσουμε. Αν μας πιάσει στον ύπνο ο Βρομερός θα βγει από πάνω ώσπου να πεις αλεύρι. Πάντως θα ’σαι ασφαλισμένος να πάρεις έναν υπνάκο τώρα, κύριε. Ασφαλισμένος, αν ξαπλώσεις κοντά μου. Πολύ θα χαρώ να σε δω να τον παίρνεις. Εγώ θα σε φυλάξω· κι οπωσδήποτε αν ξαπλώσεις κοντά, με το χέρι μου γύρω σου, κανείς δε θα μπορούσε να ’ρθει να σε ψαχουλέψει χωρίς να το πάρει είδηση ο Σαμ.

— Ύπνος! είπε ο Φρόντο κι αναστέναξε, λες και καταμεσής στην έρημο να είχε δει την οφθαλμαπάτη μιας δροσερής όασης. Ναι, ακόμα κι εδώ θα μπορούσα να κοιμηθώ.

— Κοιμήσου, λοιπόν, κύριε! Βάλε το κεφάλι σου στην αγκαλιά μου.

Κι έτσι τους βρήκε το Γκόλουμ ώρες αργότερα, όταν γύρισε, κατηφορίζοντας, έρποντας το μονοπάτι που χανόταν πέρα στη σκοτεινιά. Ο Σαμ καθόταν με την πλάτη στο βράχο, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και την ανάσα βαριά. Είχε στην αγκαλιά του το κεφάλι του Φρόντο, που κοιμόταν βαθιά· πάνω στο άσπρο του μέτωπο ήταν απλωμένο το ένα από τα ηλιοκαμένα χέρια του Σαμ και το άλλο ακουμπούσε απαλά στο στήθος του κυρίου του. Τα πρόσωπα και των δυο τους ήταν ειρηνικά.

Το Γκόλουμ τους κοίταξε. Μια παράξενη έκφραση ζωγραφίστηκε στο λιπόσαρκο πεινασμένο του πρόσωπο. Η λάμψη έσβησε από τα μάτια του κι έγιναν γκρίζα και θαμπά, γέρικα και κουρασμένα. Ένας σπασμός πόνου φάνηκε να το συνταράζει κι αποτράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε πίσω κατά το πέρασμα, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, λες και είχε κάποια εσωτερική διαφωνία. Ύστερα γύρισε και αργά άπλωσε ένα τρεμάμενο χέρι και με πολλή προσοχή άγγιξε το γόνατο του Φόντο — αλλά το άγγιγμα ήταν σχεδόν σαν χάδι. Για μια φευγαλέα στιγμή, αν κάποιος απ’ τους δυο κοιμισμένους μπορούσε να το δει, θα νόμιζε πως είχε μπροστά του ένα γέρο κουρασμένο χόμπιτ, ζαρουκλιασμένο απ’ τα πολλά χρόνια που τον είχαν ταξιδέψει πέρα απ’ τον καιρό του, πέρα από φίλους και συγγενείς και τα λιβάδια και ποτάμια της νιότης του, ένα γέρικο, ξελιγωμένο, αξιοθρήνητο πλάσμα.

Αλλά μ’ εκείνο το άγγιγμα ο Φρόντο αναταράχτηκε κι έβγαλε μια μικρή φωνή στον ύπνο του κι αμέσως ο Σαμ ξύπνησε. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το Γκόλουμ — «να ψαχουλεύει τον κύριο», όπως νόμισε.

— Ε, εσύ! είπε άγρια. Τι κάνεις αυτού;

— Τίποτα, τίποτα, είπε το Γκόλουμ σιγανά. Καλός Αφέντης!

— Μη μου το λες! είπε ο Σαμ. Αλλά, πού ήσουνα... πού πας κι έρχεσαι στα ύπουλα, παλιόμουτρο;

Το Γκόλουμ αποτραβήχτηκε και μια πράσινη λάμψη τρεμόπαιξε κάτω απ’ τα βαριά του βλέφαρα. Τώρα έμοιαζε σαν αράχνη, ζαρωμένο στα λυγισμένα του πόδια, με τα ξεπεταγμένα του μάτια. Η φευγαλέα στιγμή είχε φύγει μια για πάντα.

— Ύπουλα, ύπουλα! σφύριξε. Οι χόμπιτ πάντα τόσο ευγενικοί, ναι. Ω, καλοί χόμπιτ! Ο Σμήγκολ τους φέρνει από κρυφούς δρόμους που κανείς άλλος δε θα μπορούσε να βρει. Κουρασμένος είναι, διψασμένος είναι, ναι, διψασμένος· και τους οδηγεί και ψάχνει να βρει μονοπάτια, κι αυτοί λένε ύπουλα, ύπουλα. Πολύ καλοί φίλοι, ω, ναι, πολύτιμό μου, πολύ καλοί.

Ο Σαμ ένιωσε λίγο μετανιωμένος, αν κι όχι πιο σιγουρεμένος.

— Συγγνώμη, είπε. Λυπάμαι, αλλά με τρόμαξες στον ύπνο μου. Και δεν έπρεπε να είχα κοιμηθεί, κι αυτό μ’ έκανε λίγο απότομο. Αλλά να, ο κύριος Φρόντο είναι κουρασμένος και του είπα να πάρει έναν υπνάκο· και να, έτσι έγινε. Συγγνώμη. Αλλά εσύ πού ήσουνα;

— Τριγύριζα ύπουλα, είπε το Γκόλουμ και η πράσινη λάμψη δεν άφησε τα μάτια του.

— Εντάξει, εντάξει, είπε ο Σαμ, όπως θέλεις! Δε φαντάζομαι να απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια. Και τώρα καλά θα κάνουμε να ξεκινήσουμε στα ύπουλα όλοι μαζί. Τι ώρα είναι; Είναι σήμερα ή αύριο;

— Αύριο, είπε το Γκόλουμ, δηλαδή ήταν αύριο όταν κοιμηθήκανε οι χόμπιτ. Πολύ ανόητο, πολύ επικίνδυνο... αν δεν ήταν ο φτωχούλης ο Σμήγκολ να τριγυρίζει ύπουλα και να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα.