— Μου φαίνεται πως γρήγορα θα τη βαρεθούμε αυτή τη λέξη, είπε ο Σαμ. Άσε όμως. Θα ξυπνήσω τον κύριο.
Μαλακά έδιωξε τα μαλλιά απ’ το μέτωπο του Φρόντο και σκύβοντας του σιγομίλησε:
— Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Ξύπνα!
Ο Φρόντο κουνήθηκε, άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε, βλέποντας το πρόσωπο του Σαμ να σκύβει από πάνω του.
— Νωρίς δε σου φαίνεται πως με φωνάζεις, Σαμ; είπε. Είναι σκοτάδι ακόμα!
— Ναι, είναι πάντα σκοτάδι εδώ, είπε ο Σαμ. Αλλά το Γκόλουμ γύρισε, κύριε Φρόντο, και λέει πως είναι αύριο. Γι’ αυτό πρέπει να προχωρήσουμε. Τον τελευταίο γύρο.
Ο Φρόντο πήρε μια βαθιά αναπνοή κι ανακάθισε.
— Τον τελευταίο γύρο! είπε. Γεια σου, Σμήγκολ! Βρήκες τίποτα να φας; Ξεκουράστηκες καθόλου;
— Ούτε φαΐ ούτε ξεκούραση, τίποτα για το Σμήγκολ, είπε το Γκόλουμ. Είναι ύπουλος.
Ο Σαμ κροτάλισε τη γλώσσα του, αλλά συγκρατήθηκε.
— Μη δίνεις στον εαυτό σου παρατσούκλια, Σμήγκολ, είπε ο Φρόντο. Είναι ανόητο, είτε είναι αληθινά είτε ψεύτικα.
— Ο Σμήγκολ πρέπει να παίρνει ό,τι του δίνουν, απάντησε το Γκόλουμ. Αυτό το όνομα του το ’δωσε ο κυρ Σάμγουάιζ, ο χόμπιτ που τα ξέρει όλα. Ο Φρόντο κοίταξε το Σαμ.
— Μάλιστα, κύριε, είπε. Τη χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη, γιατί ξύπνησα ξαφνικά και μέσα σ’ όλα το είδα εδώ δίπλα. Του είπα πως λυπάμαι, αλλά σε λίγο δε θα λυπάμαι καθόλου.
— Ελάτε, λοιπόν, ξεχάστε το, είπε ο Φρόντο. Αλλά τώρα όμως μου φαίνεται πως έφτασε η ώρα για σένα και για μένα, Σμήγκολ. Πες μου. Μπορούμε να βρούμε τον υπόλοιπο δρόμο από μόνοι μας; Το πέρασμα το Βλέπουμε, τον τρόπο για να μπούμε μέσα, κι αν μπορούμε να τον βρούμε τώρα, φαντάζομαι πως μπορούμε να πούμε πως η συμφωνία μας λήγει. Έκανες αυτό που υποσχέθηκες κι είσαι ελεύθερος: ελεύθερος να επιστρέψεις στο φαΐ και στην ξεκούραση και να πας όπου θέλεις, εκτός απ’ τους υπηρέτες του Εχθρού. Και μια μέρα μπορεί να σε ανταμείψω εγώ ή εκείνοι που με θυμούνται.
— Όχι, όχι, όχι ακόμα, κλαψούρισε το Γκόλουμ. Ω, όχι! Δεν μπορούν να βρουν το δρόμο μονάχοι τους, μπορούν; Ω, όχι βέβαια! Έχουμε και τη στοά. Ο Σμήγκολ πρέπει να συνεχίσει. Όχι ξεκούραση. Όχι φαΐ. Όχι ακόμα.
Κεφάλαιο IX
ΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΗΣ ΣΕΛΟΜΠ
Μπορεί στ’ αλήθεια να ήταν μέρα τώρα, όπως είπε το Γκόλουμ, αλλά οι χόμπιτ έβλεπαν μικρή διαφορά, εκτός κι αν, ίσως, ο βαρύς ουρανός ψηλά ήταν λιγότερο κατάμαυρος και περισσότερο σαν μια τεράστια οροφή καπνού· ενώ, αντί για το σκοτάδι της βαθιάς νύχτας, που αργοπορούσε ακόμα σε χαραματιές και τρύπες, μια γκρίζα θολή σκιά σαβάνωνε τον πέτρινο κόσμο γύρω τους. Προχωρούσαν, το Γκόλουμ μπροστά και οι χόμπιτ πλάι πλάι τώρα, ανηφορίζοντας το μακρύ φαράγγι ανάμεσα από τοίχους και κολόνες κομματιασμένων και φαγωμένων απ’ τον καιρό βράχων, που στέκονταν σαν τεράστια ασουλούπωτα αγάλματα κι απ’ τις δυο πλευρές. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Αρκετά πιο μπροστά, ένα μίλι περίπου, υπήρχε ένας μεγάλος σταχτής τοίχος, ένας τελευταίος τεράστιος ανασηκωμένος όγκος βουνίσιας πέτρας. Υψωνόταν όλο και πιο σκοτεινός κι ανηφόριζε σταθερά όσο πλησίαζαν, ώσπου πυργώθηκε ψηλά πάνωθέ τους, κόβοντας όλη την ορατότητα από την πίσω μεριά του. Πυκνή σκιά απλωνόταν στα πόδια του. Ο Σαμ οσμίστηκε τον αέρα.
— Πουφ! Αυτή η μυρωδιά! είπε. Όλο και δυναμώνει.
Σε λίγο βρέθηκαν κάτω από τη σκιά κι εκεί στη μέση είδαν το άνοιγμα μιας σπηλιάς.
— Από δω μπαίνουν, είπε το Γκόλουμ σιγανά. Αυτή είναι η είσοδος της στοάς.
Δεν είπε τ’ όνομά της: Τόρεχ Ούνγκολ, Το Άντρο της Σέλομπ. Από μέσα έβγαινε μια αποφορά, όχι η αρρωστημένη μυρωδιά της σαπίλας των λιβαδιών της Μόργκουλ, αλλά μια απαίσια μυρωδιά, λες και βρόμα ακατανόμαστη να είχε μαζευτεί και να ήταν φυλαγμένη στο σκοτάδι μέσα.
— Είναι αυτός ο μοναδικός δρόμος, Σμήγκολ; είπε ο Φρόντο.
— Ναι, ναι, απάντησε. Ναι, πρέπει να πάμε από δω τώρα.
— Θες να πεις πως έχεις ξαναπεράσει απ’ αυτή την τρύπα; είπε ο Σαμ. Πουφ! Αλλά μπορεί να μη σε νοιάζουν οι απαίσιες μυρωδιές.
Τα μάτια του Γκόλουμ γυάλισαν.
— Δεν ξέρει τι μας νοιάζει, ε, πολύτιμο; Όχι, δεν ξέρει. Ο Σμήγκολ όμως μπορεί ν’ αντέξει μερικά πράγματα. Ναι. Έχει ξαναπεράσει. Ω, ναι, απ’ τη μια μεριά ως την άλλη. Είναι ο μοναδικός δρόμος.
— Και τι να ’ναι αυτή η μυρωδιά, άραγε; είπε ο Σαμ. Μοιάζει με -άσε, καλύτερα να μην το πω. Καμιά βρομερή τρύπα των Ορκ, πάω στοίχημα, με εκατό χρόνων βρομιές τους.
— Λοιπόν, είπε ο Φρόντο, Ορκ ξε-Ορκ, αν είναι ο μοναδικός δρόμος, πρέπει να τον πάρουμε.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μπήκαν μέσα. Μετά από λίγα βήματα βρέθηκαν σε απόλυτο και αδιαπέραστο σκοτάδι. Ο Φρόντο και ο Σαμ είχαν να δουν τέτοιο σκοτάδι απ’ τις ανήλιαγες στοές της Μόρια και, αν ήταν δυνατό, εδώ το σκοτάδι ήταν βαθύτερο και πυκνότερο. Εκεί είχε ρεύματα αέρα που κυκλοφορούσαν και αντήχηση και αίσθηση χώρου. Εδώ ο αέρας ήταν ακίνητος, αποτελματωμένος, βαρύς και κάθε ήχος ξεψυχούσε. Βάδιζαν λες και βρίσκονταν σ’ ένα μαύρο σύννεφο, γεννημένο απ’ το ίδιο το σκοτάδι που, όπως το ανέπνεαν, τους τύφλωνε όχι μόνο τα μάτια, αλλά και το μυαλό, έτσι που ακόμα και η ανάμνηση των χρωμάτων και των σχημάτων και κάθε είδους φωτός είχε σβηστεί από τη σκέψη τους. Η νύχτα υπήρχε πάντα και θα υπήρχε πάντα και νύχτα ήταν τα πάντα.