Αλλά για ένα διάστημα μπορούσαν ακόμα να αισθάνονται και πραγματικά στην αρχή οι αισθήσεις των ποδιών και των δαχτύλων τους φάνηκαν να οξύνονται σχεδόν οδυνηρά. Οι τοίχοι, για μεγάλη τους έκπληξη, ήταν λείοι και το δάπεδο, εκτός από κανένα σκαλοπάτι πότε πότε, ήταν ίσιο και ομαλό και συνέχεια ανηφόριζε απότομα. Η στοά ήταν ψηλή και φαρδιά, τόσο φαρδιά που, αν και οι χόμπιτ περπατούσαν πλάι πλάι κι άγγιζαν μόνο τους πλαϊνούς τοίχους με τα τεντωμένα τους χέρια, ήταν χωρισμένοι, αποκομμένοι, ολομόναχοι στο σκοτάδι.
Το Γκόλουμ είχε μπει μέσα πρώτο και φαινόταν να είναι μόνο λίγα βήματα πιο μπροστά. Κι όσο μπορούσαν ακόμα να προσέχουν τέτοια πράγματα, άκουγαν την ανάσα του να σφυρίζει και να λαχανιάζει ακριβώς μπροστά τους. Αλλά σε λίγο οι αισθήσεις τους αμβλύνθηκαν, και η αφή και η ακοή τους λες και μούδιασαν, και συνέχισαν να προχωρούν ψαχουλευτά, να βαδίζουν συνεχώς με τη δύναμη της θέλησης, με την οποία είχαν μπει, της θέλησης να περάσουν και της επιθυμίας να φτάσουν τέλος στην ψηλή πύλη πέρα.
Πριν προχωρήσουν πολύ, ίσως, γιατί η ώρα και οι αποστάσεις γρήγορα μπερδεύτηκαν στους υπολογισμούς του, ο Σαμ δεξιά, ψηλαφώντας τον τοίχο, κατάλαβε πως είχε ένα άνοιγμα στα πλάγια: για μια στιγμή έπιασε ένα ρεύμα αέρα λιγότερο βαρύ, κι ύστερα το προσπέρασαν.
— Εδώ έχει παραπάνω από ένα πέρασμα, ψιθύρισε με κόπο — φαινόταν δύσκολο να κάνει την εκπνοή του, να βγάλει τον οποιοδήποτε ήχο. Τούτος εδώ ο τόπος φωνάζει από δω και πέρα πως είναι άντρο των Ορκ!
Ύστερα απ’ αυτό, πρώτα αυτός δεξιά και ύστερα ο Φρόντο αριστερά, πέρασαν τρία ή τέσσερα τέτοια ανοίγματα, μερικά μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα· αλλά μέχρι τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία για το κυρίως πέρασμα, γιατί ήταν ίσιο, δίχως να στρίβει, κι εξακολουθούσε ν’ ανηφορίζει. Αλλά πόσο μακρύ ήταν, πόσο έπρεπε ακόμα ν’ αντέξουν ή μπορούσαν ν’ αντέξουν; Όσο ανέβαιναν ο αέρας γινόταν και πιο πηχτός· και τώρα τους φαινόταν συχνά στο τυφλό σκοτάδι να βρίσκουν κάποια αντίσταση πιο πηχτή απ’ το βρόμικο αέρα. Καθώς προχωρούσαν μπροστά ένιωθαν κάτι πράγματα ν’ αγγίζουν τα κεφάλια τους ή τα χέρια τους, μακριά πλοκάμια, ή τίποτα πράγματα που να φύτρωναν κρεμαστά: δεν μπορούσαν να πουν τι ήταν. Και η αποφορά γινόταν όλο και πιο έντονη. Είχε γίνει τόσο έντονη, ώστε είχαν την εντύπωση πως η όσφρηση ήταν η μόνη αίσθηση που τους είχε απομείνει, μόνο και μόνο για να βασανίζονται. Μία ώρα, δύο ώρες, τρεις ώρες· πόσες είχαν περάσει σ’ αυτή την ανήλιαγη τρύπα; Ώρες, μέρες ή μάλλον εβδομάδες. Ο Σαμ άφησε την πλευρά της στοάς και ζάρωσε κοντά στο Φρόντο, και τα χέρια τους αντάμωσαν και σφίχτηκαν κι έτσι μαζί συνέχισαν να προχωρούν.
Τέλος, ο Φρόντο, εκεί που ψηλαφούσε τον αριστερό τοίχο, έφτασε ξαφνικά σ’ ένα άδειο μέρος. Σχεδόν έπεσε με το πλάι στο κενό. Εδώ είχε κάποιο άνοιγμα στο βράχο πολύ πιο μεγάλο απ’ όσα είχαν περάσει ως τώρα· κι από κει έβγαινε μια τόσο απαίσια μπόχα, μια τόσο έντονη αίσθηση πως κάτι πολύ κακό παραφύλαγε, που ο Φρόντο τρέκλισε. Την ίδια στιγμή και ο Σαμ παραπάτησε κι έπεσε μπροστά.
Προσπαθώντας να καταπολεμήσει και τη ναυτία και το φόβο, ο Φρόντο άρπαξε το χέρι του Σαμ.
— Όρθιος! είπε με μια βραχνή ανάσα δίχως φωνή. Από δω έρχεται και η βρόμα και ο κίνδυνος. Εμπρός τώρα! Γρήγορα!
Επιστρατεύοντας όση δύναμη κι αποφασιστικότητα του είχε μείνει, τράβηξε το Σαμ να σηκωθεί κι ανάγκασε τα δικά του πόδια να κινηθούν. Ο Σαμ σκόνταφτε πλάι του. Ένα βήμα, δύο βήματα, τρία — τουλάχιστον έξι βήματα. Μπορεί να είχαν περάσει το τρομερό αόρατο άνοιγμα, αλλά, είτε αυτό ήταν είτε κάτι άλλο, ξαφνικά ήταν ευκολότερο να προχωρήσουν, λες και κάποια εχθρική θέληση να τους είχε ελευθερώσει προς το παρόν. Συνέχισαν με κόπο να προχωρούν, πιασμένοι ακόμα χέρι χέρι.
Αλλά σχεδόν αμέσως βρέθηκαν σε καινούρια δυσκολία. Η στοά διακλαδιζόταν ή έτσι έδειχνε και στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν ποιο πέρασμα ήταν το φαρδύτερο ή ποιο ήταν το πιο ίσιο. Ποιο ν’ ακολουθούσαν, το δεξί ή τ’ αριστερό; Δεν ήξεραν τίποτα για να τους οδηγήσει, όμως μια λαθεμένη εκλογή θα ήταν σχεδόν σίγουρα μοιραία.