Выбрать главу

— Προς τα πού πήγε το Γκόλουμ; είπε λαχανιαστά ο Σαμ. Και γιατί δεν περίμενε;

— Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο, προσπαθώντας να φωνάξει. Σμήγκολ! Αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το όνομα έσβησε σχεδόν αμέσως μόλις βγήκε από τα χείλια του. Δεν ακούστηκε απάντηση ούτε αντίλαλος, ούτε καν τρεμούλιασε ο αέρας.

— Έφυγε στ’ αλήθεια τώρα, φαντάζομαι, μουρμούρισε ο Σαμ. Μου φαίνεται πως εδώ ακριβώς ήταν που ήθελε να μας φέρει. Γκόλουμ! Αν ποτέ πέσεις στα χέρια μου, θα το μετανιώσεις.

Σε λίγο, ψαχουλεύοντας και σκοντάφτοντας στο σκοτάδι, ανακάλυψαν πως το άνοιγμα αριστερά ήταν αποκλεισμένο: ή ήταν αδιέξοδο ή μπορεί να είχε πέσει κάποιος μεγάλος βράχος στο πέρασμα.

— Δεν μπορεί να ’ναι αυτός ο δρόμος, ψιθύρισε ο Φρόντο. Σωστό ή λάθος πρέπει να πάρουμε τον άλλο.

— Και γρήγορα! λαχάνιασε ο Σαμ. Υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ το Γκόλουμ κάπου εδώ γύρω. Νιώθω κάτι να μας κοιτάζει.

Δεν είχαν προχωρήσει παρά μερικές γιάρδες, όταν ακούστηκε από πίσω τους ένας θόρυβος, τρομακτικός κι απαίσιος στη βαριά πνιγερή σιωπή· ένας γουργουριστός, χοχλακιστός θόρυβος κι ένα. μακρόσυρτο φαρμακερό σφύριγμα. Έστριψαν μεμιάς, αλλά τίποτα δε φαινόταν. Στάθηκαν ακίνητοι σαν πέτρες, με τα μάτια ορθάνοιχτα, περιμένοντας κι αυτοί δεν ήξεραν τι.

— Παγίδα! είπε ο Σαμ κι έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του· και όπως έκανε αυτή την κίνηση, θυμήθηκε το σκοτάδι του θολωτού τάφου απ’ όπου προερχόταν. «Μακάρι να ήταν ο γερο-Τομ κοντά μας τώρα!» σκέφτηκε.

Τότε, καθώς στεκόταν, με το σκοτάδι ολόγυρά του και μαύρη απελπισία και θυμό στην καρδιά του, του φάνηκε πως είδε ένα φως: ένα φως στο νου του, σχεδόν ανυπόφορα ζωηρό στην αρχή, όπως μια ηλιαχτίδα στα μάτια κάποιου για πολύν καιρό κρυμμένου σε κάποιο ανήλιαγο λάκκο. Ύστερα το φως έγινε χρώμα: πράσινο, χρυσό, ασημένιο, λευκό. Πολύ μακριά, λες και σε μικρή ζωγραφιά σχεδιασμένη από ξωτικοδάχτυλα, είδε την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ να στέκεται στο γρασίδι του Λόριεν με τα χέρια γεμάτα δώρα. Και για σένα, Δίχτυλιδοκουβαλητή, την άκουσε να λέει, απόμακρα, αλλά καθαρά, για σένα έχω ετοιμάσει αυτό.

Το χοχλακιστό σφύριγμα πλησίασε κι ακουγόταν ένα τρίξιμο, λες και από κάποιο αρθρωτό πλάσμα που προχωρούσε με αργό σκοπό στο σκοτάδι. Μια αποφορά ερχόταν πριν απ’ αυτό.

— Κύριε, κύριε! ξεφώνισε ο Σαμ, και γύρισαν πίσω στη φωνή του η ζωή και η βιάση. Το δώρο της Κυράς! Το αστρογυάλι! Φως στα σκοτάδια, είχε πει πως θα ’ταν. Το αστρογυάλι!

— Το αστρογυάλι; μουρμούρισε ο Φρόντο, σαν ν’ απαντούσε μέσα από τον ύπνο του, δίχως να καταλαβαίνει. Ναι, βέβαια! Γιατί το ’χα ξεχάσει; Ένα φως όταν όλα τ’ άλλα φώτα σβήσουν! Και τώρα, σίγουρα, ένα φως μονάχα μπορεί να μας βοηθήσει.

Αργά το χέρι του πήγε στον κόρφο του και αργά σήκωσε ψηλά το Φιαλίδιο της Γκαλάντριελ. Για μια στιγμή τρεμόσβησε, θαμπό σαν άστρο που ανατέλλει και παλεύει μέσα σε πυκνές γήινες ομίχλες και ύστερα η δύναμή του αυξήθηκε και η ελπίδα μεγάλωσε στο νου του Φρόντο, άρχισε να καίει κι έγινε μια ασημένια φλόγα, μια μικροσκοπική καρδιά εκτυφλωτικού φωτός, λες κι ο ίδιος ο Εαρέντιλ να είχε κατεβεί αυτοπροσώπως απ’ τα ψηλά μονοπάτια του ηλιοβασιλέματος με το τελευταίο Σιλμαρίλ στο μέτωπό του. Το σκοτάδι υποχώρησε, ώσπου φάνηκε να λάμπει στη μέση μιας αέρινης κρυστάλλινης γυάλας και το χέρι που το κρατούσε άστραφτε μ’ άσπρη φωτιά.

Ο Φρόντο ατένιζε με θαυμασμό το υπέροχο αυτό δώρο που τόσον καιρό κουβαλούσε, δίχως να μαντεύει όλη του την αξία και τη δύναμη. Σπάνια το είχε θυμηθεί στο δρόμο, ώσπου έφτασαν στην Κοιλάδα Μόργκουλ, και ποτέ δεν το είχε χρησιμοποιήσει, γιατί φοβόταν το αποκαλυπτικό του φως. Aiya Eärendil Elenion Ancalima! φώναξε, και δεν ήξερε τι είχε πει· γιατί του φάνηκε πως μια άλλη φωνή είχε μιλήσει μέσα απ’ τη δική του, καθάρια, ανεπηρέαστη απ’ το βρομερό αέρα του λάκκου.

Αλλά υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις στη Μέση-Γη, δυνάμεις του σκότους, και είναι παλιές και ισχυρές. Και Αυτή που περπατούσε στο σκοτάδι είχε ακούσει τα Ξωτικά να βγάζουν αυτή την ιαχή πολύ παλιά, στα βάθη των αιώνων, και δεν την είχε λάβει υπόψη της και δεν την πτόησε τώρα. Ενώ μιλούσε ακόμα, ο Φρόντο ένιωσε μια μεγάλη κακία στραμμένη καταπάνω του κι ένα θανατερό βλέμμα να τον επιθεωρεί. Όχι πολύ κάτω στη στοά, ανάμεσα σ’ αυτούς και στο άνοιγμα, όπου είχαν τρεκλίσει και σκοντάψει, ένιωσε κάποια μάτια να γίνονται ορατά, δυο μεγάλα συμπλέγματα ματιών με πολλά παράθυρα — η επερχόμενη απειλή ξεσκεπάστηκε επιτέλους. Η ακτινοβολία του αστρογυαλιού διασπάστηκε και αντανακλάστηκε στις χιλιάδες επιφάνειές τους, αλλά πίσω απ’ τη γυαλάδα, μια χλωμή θανατερή φωτιά άρχισε σταθερά να φέγγει από μέσα τους, μια φωτιά που άναψε σε κάποιο βαθύ λάκκο κακόβουλης σκέψης. Ήταν μάτια τερατώδη και σιχαμερά, κτηνώδη, κι όμως γεμάτα σκοπό κι απαίσια απόλαυση, καμάρωναν χαιρέκακα Βλέποντας τη λεία τους παγιδευμένη πέρα από κάθε ελπίδα διαφυγής.