Ο Φρόντο κι ο Σαμ, κατατρομαγμένοι, άρχισαν αργά να πισωπατούν, με το Βλέμμα τους ακινητοποιημένο από την απαίσια ματιά εκείνων των θανατερών ματιών αλλά όσο υποχωρούσαν, τόσο τα μάτια προχωρούσαν. Το χέρι του Φρόντο τρεμούλιασε και αργά το Φιαλίδιο έγειρε προς τα κάτω. Ύστερα ξαφνικά — λύθηκαν τα μάγια που τους κρατούσαν ώστε να μπορέσουν να τρέξουν λιγάκι μάταια πανικοβλημένοι για να διασκεδάσουν τα μάτια — γύρισαν και οι δύο και το ’βαλαν στα πόδια. Αλλά, ενώ έτρεχαν, ο Φρόντο κοίταξε πίσω και είδε με τρόμο πως αμέσως τα μάτια τούς πήραν πηδώντας από πίσω. Η απαίσια μυρωδιά του θανάτου απλωνόταν σαν σύννεφο ολόγυρα του.
— Στάσου! στάσου! ξεφώνισε απελπισμένα. Το τρέξιμο δεν ωφελεί. Αργά τα μάτια σύρθηκαν πιο κοντά.
— Γκαλάντριελ! φώναξε και μαζεύοντας το θάρρος του σήκωσε ψηλά το Φιαλίδιο για άλλη μια φορά.
Τα μάτια σταμάτησαν. Για μια στιγμή το έντονο κοίταγμά τους χαλάρωσε, λες και κάποια υποψία αμφιβολίας να τα ανησύχησε. Τότε η καρδιά του Φρόντο άναψε μέσα του και χωρίς να σκεφτεί τι έκανε, αν ήταν ανοησία ή απελπισία ή θάρρος, πήρε το Φιαλίδιο στο αριστερό του χέρι και με το δεξί τράβηξε το σπαθί του. Το Κεντρί βγήκε αστράφτοντας και η κοφτερή ξωτικο-λάμα έλαμψε στο ασημένιο φως, αλλά στις άκρες του παλλόταν μια γαλάζια φωτιά. Ύστερα κρατώντας το αστέρι ψηλά και το αστραφτερό σπαθί προχώρησε, ο Φρόντο, χόμπιτ του Σάιρ, βαδίζοντας σταθερά να συναντήσει τα μάτια.
Αμφιταλαντεύτηκαν. Αμφιβολία γεννήθηκε μέσα τους καθώς το φως πλησίαζε. Ένα ένα ξεθώριασαν και αργά τραβήχτηκαν πίσω. Ποτέ ως τώρα δεν τα είχε βασανίσει τέτοια θανατερή λαμπράδα. Απ’ τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια ήταν εξασφαλισμένα μέσα στη γη, τώρα όμως ένα αστέρι είχε κατεβεί στα βάθη της. Συνεχώς πλησίαζε και τα μάτια άρχισαν να δειλιάζουν. Ένα ένα όλα σκοτείνιασαν γύρισαν να φύγουν, κι ένας μεγάλος όγκος, που δεν τον έφτανε το φως, έβαλε βαριά την τεράστια σκιά του ανάμεσα. Έφυγαν.
— Κύριε, κύριε! φώναξε ο Σαμ.
Ήταν πολύ κοντά από πίσω, με το σπαθί του τραβηγμένο κι έτοιμο.
— Δοξασμένο αστέρι! Τα Ξωτικά θα το ’καναν τραγούδι, αν ποτέ το μάθαιναν! Μακάρι να ζήσω να τους το πω και να τ’ ακούσω να το τραγουδάνε. Όμως, μην προχωράς, κύριε. Μην πας κάτω σ’ εκείνο το άντρο! Τώρα είναι η μοναδική μας ευκαιρία. Τώρα πάμε να βγούμε απ’ αυτή τη βρομερή τρύπα!
Κι έτσι γύρισαν, γι’ άλλη μια φορά, στην αρχή περπατώντας κι ύστερα τρέχοντας· γιατί όσο προχωρούσαν το δάπεδο της στοάς ανηφόριζε απότομα και με κάθε βήμα ανέβαιναν όλο και ψηλότερα, πάνω απ’ τις απαίσιες οσμές του αόρατου άντρου και η δύναμη ξαναγύρισε στο κορμί και στην καρδιά τους. Όμως, το μίσος Αυτής που τους παρακολουθούσε εξακολουθούσε να παραφυλάει πίσω τους, τυφλή για λίγο, ίσως, αλλά δίχως να έχει ηττηθεί, εξακολουθούσε να επιζητά το θάνατό τους. Και τώρα ήρθε ένα ρεύμα αέρα να τους προϋπαντήσει, κρύο και αραιό. Το άνοιγμα, το τέλος της στοάς, ήταν επιτέλους μπροστά τους. Λαχανιασμένοι, ποθώντας ακάλυπτο χώρο, όρμησαν μπροστά· και ύστερα κατάπληκτοι σκόνταψαν και κύλησαν πίσω. Η έξοδος ήταν αποκλεισμένη από κάποιο εμπόδιο, αλλά όχι πέτρινο: μαλακό κι έδειχνε να υποχωρεί λιγάκι, κι όμως δυνατό κι ανθεκτικό· ο αέρας το διαπερνούσε, αλλά ούτε μια ακτίνα φωτάς. Γι’ άλλη μια φορά όρμησαν και πάλι Βρέθηκαν πεταμένοι πίσω.
Κρατώντας ψηλά το Φιαλίδιο ο Φρόντο κοίταξε μπροστά του και είδε κάτι σταχτί που η ακτινοβολία του αστρογυαλιού δε διαπερνούσε ούτε φώτιζε, λες και ήταν κάποια σκιά που, επειδή ήταν φτιαγμένη δίχως φως, κανένα φως δεν μπορούσε να διαλύσει. Σε όλο το ύψος και το πλάτος της στοάς ήταν υφασμένος ένας πελώριος ιστός, συμμετρικός σαν τον ιστό κάποιας τεράστιας αράχνης, αλλά πολύ πιο πυκνοπλεγμένος και πάρα πολύ μεγάλος, που κάθε του κλωστή ήταν χοντρή σαν σκοινί.
Ο Σαμ γέλασε αγριεμένα.
— Αραχνοδίχτυα! είπε. Αυτό είν’ όλο; Αραχνοδίχτυα! Αλλά και τι αράχνη! Απάνω τους, ρίχ’ τα κάτω!
Όλος θυμό έπεσε πάνω τους με το σπαθί του, αλλά η κλωστή που χτύπησε δεν έσπασε. Υποχώρησε λιγάκι και ύστερα τινάχτηκε πίσω σαν τραβηγμένη χορδή τόξου, γυρίζοντας πίσω τη λάμα και τινάζοντας ψηλά και σπαθί και χέρι. Τρεις φορές ο Σαμ χτύπησε με όλη του τη δύναμη, και τέλος μια μοναδική χορδή ανάμεσα σ’ όλες τις αμέτρητες χορδές κόπηκε και συστράφηκε και κουλουριάστηκε μαστιγώνοντας τον αέρα. Η μια της άκρη χτύπησε το χέρι του Σαμ κι αυτός ξεφώνισε απ’ τον πόνο και τινάχτηκε πίσω βάζοντας το χέρι στο στόμα του.
— Θα μας πάρει μέρες να καθαρίσουμε έτσι το δρόμο, είπε. Τι κάνουμε τώρα; Μήπως ήρθαν ξανά εκείνα τα μάτια;