Όταν ο Νάνος άναψε μια μικρή ζωηρή φωτιά, οι τρεις σύντροφοι πλησίασαν και κάθισαν μαζί, κρύβοντας το φως με τις κουκουλωμένες σιλουέτες τους. Ο Λέγκολας κοίταξε ψηλά στα κλαδιά του δέντρου που απλώνονταν πάνω τους.
— Δείτε! είπε. Το δέντρο χαίρεται για τη φωτιά!
Ίσως οι σκιές που χόρευαν να ξεγελούσαν τα μάτια τους, πάντως σίγουρα στον καθένα απ’ τους συντρόφους φάνηκε πως τα κλαδιά λύγιζαν από δω κι από κει, για να βρεθούν πάνω από τις φλόγες, ενώ τα ψηλότερα κλωνάρια έσκυβαν προς τα κάτω· τα καφετιά φύλλα τώρα ξεπετάγονταν αλύγιστα και τρίβονταν αναμεταξύ τους σαν πολλά παγωμένα και σκασμένα χέρια που ανακουφίζονται στη ζεστασιά.
Έπεσε ησυχία, γιατί ξαφνικά το σκοτεινό άγνωστο δάσος, που ήταν τόσο κοντά, έκανε αισθητή τη βαριά του παρουσία, γεμάτη κρυφούς σκοπούς. Έπειτα από λίγο ο Λέγκολας ξαναμίλησε.
— Ο Σέλεμπορν μας προειδοποίησε να μην μπούμε βαθιά στο Φάνγκορν, είπε. Ξέρεις το γιατί, Άραγκορν; Ποιοι είναι οι μύθοι του δάσους που είχε ακούσει ο Μπορομίρ;
— Έχω ακούσει πολλές ιστορίες στην Γκόντορ κι αλλού, είπε ο Άραγκορν, αλλά, αν δεν ήταν τα λόγια του Σέλεμπορν, θα τις θεωρούσα απλώς ιστορίες που έφτιαξαν οι Άνθρωποι τώρα που η αληθινή γνώση σβήνει. Είχα μάλιστα σκεφτεί να σε ρωτήσω ποια είναι η αλήθεια. Κι αν ένα Ξωτικό του Δάσους δεν ξέρει, τότε τι απάντηση να δώσει ο Άνθρωπος;
— Εσύ έχεις ταξιδέψει πιο μακριά από μένα, είπε ο Λέγκολας. Εγώ δεν έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτό στη χώρα μου, εκτός μόνο από τραγούδια που λένε πως οι Ονόντριμ, που οι Άνθρωποι ονομάζουν Εντ, ζούσαν εκεί πολύ παλιά· γιατί το Φάνγκορν είναι παλιό, παλιό ακόμα και με τα μέτρα των Ξωτικών.
— Ναι, είναι παλιό, είπε ο Άραγκορν, όσο παλιό είναι και το δάσος κοντά στην Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων κι είναι πολύ πιο μεγαλύτερο. Ο Έλροντ λέει πως τα δυο συγγενεύουν, τα τελευταία οχυρά των πανίσχυρων δασών των Παλιών Ημερών, που σ’ αυτά πλανιόνταν οι Πρωτογέννητοι, ενώ οι Άνθρωποι κοιμόνταν ακόμα. Το Φάνγκορν όμως κρύβει κάποιο δικό του μυστικό. Λεν ξέρω ποιο.
— Κι εγώ δε θέλω να το μάθω, είπε ο Γκίμλι. Ας μην ενοχληθεί εξαιτίας μου τίποτα απ’ ό,τι ζει στο Φάνγκορν!
Τώρα τράβηξαν κλήρο για τις σκοπιές κι έλαχε στον Γκίμλι η πρωί η. Οι άλλοι ξάπλωσαν. Σχεδόν αμέσως τους πήρε ο ύπνος.
― Γκίμλι! είπε ο Άραγκορν νυσταγμένα. Θυμήσου πως είναι πολύ επικίνδυνο να κόψεις κλαδί μικρό ή μεγάλο από οποιοδήποτε ζωντανό δέντρο στο Φάνγκορν. Αλλά μην ξεμακρύνεις πολύ αναζητώντας ξερόκλαδα. Άσε καλύτερα τη φωτιά να σβήσει! Αν χρειαστεί, φώναξέ με!
Μ’ αυτά τα λόγια αποκοιμήθηκε. Ο Λέγκολας ήταν κιόλας ξαπλωμένος ακίνητος, τα όμορφα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του, τα μάτια του ανοιχτά και μπέρδευε τη ζωντανή νύχτα με τα βαθιά όνειρα, όπως συνηθίζουν τα Ξωτικά. Ο Γκίμλι καθόταν μαζεμένος πλάι στη φωτιά, χαϊδεύοντας με το δάχτυλό του την κόψη του τσεκουριού του. ΙΌ δέντρο έτριζε. Άλλο τίποτα δεν ακουγόταν.
Ξαφνικά ο Γκίμλι σήκωσε το κεφάλι κι εκεί ακριβώς όπου έφτανε το φως της φωτιάς στεκόταν ένας σκυφτός γέρος, γερμένος σ’ ένα ραβδί και τυλιγμένος σ’ ένα μεγάλο μανδύα· το πλατύγυρο καπέλο του ήταν τραβηγμένο χαμηλά πάνω από τα μάτια του. Ο Γκίμλι πετάχτηκε όρθιος κι απ’ τη σαστιμάρα του ξέχασε προς στιγμή να φωνάξει, αν κι αμέσως πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του πως ο Σάρουμαν τους είχε τσακώσει. Ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας ξύπνησαν απ’ την απότομη κίνηση του, ανασηκώθηκαν και κοίταζαν. Ο γέροντας ούτε μίλησε δύτε κουνήθηκε.
Λοιπόν, παππού, τι μπορούμε να κάνουμε για σένα; είπε ο Άραγκορν πηδώντας όρθιος. Έλα να ζεσταθείς, αν κρυώνεις!
Προχώρησε μπροστά, αλλά ο γέρος εξαφανίστηκε. Δε φαινόταν ούτε ίχνος του εκεί κοντά και δεν τολμούσαν να πάνε μακριά. Το φεγγάρι είχε δύσει κι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή.
Ξαφνικά ο Λέγκολας έβγαλε μια φωνή: Τ’ άλογα! Τ’ άλογα!
Γ άλογα είχαν φύγει. Είχαν βγάλει τα παλούκια τους κι είχαν εξαφανιστεί. Γι’ αρκετή ώρα οι τρεις σύντροφοι έμειναν ακίνητοι και διωπηλοί, ταραγμένοι απ’ αυτή την καινούρια κακοτυχιά. Βρίσκονταν κάτω από τα πρώτα δέντρα του Φάνγκορν κι ατέλειωτες λεύγες τούς χώριζαν από τους Ανθρώπους του Ρόαν, τους μοναδικούς τους φίλους σ’ αυτή την ανοιχτή κι επικίνδυνη γη. Εκεί που στέκονταν τους φάνηκε πως άκουσαν, πολύ μακριά μες στη νύχτα, χλιμιντρίσματα. Ύστερα όλα ησύχασαν ξανά, εκτός από το παγωμένο θρόισμα του ανέμου.
— Λοιπόν, φύγανε, είπε τέλος ο Άραγκορν. Δεν μπορούμε ούτε να τα βρούμε ούτε να τα πιάσουμε· άρα, αν δε γυρίσουν πίσω από μόνα τους, πρέπει να Βολευτούμε χωρίς αυτά. Ξεκινήσαμε με τα πόδια κι αυτά τα έχουμε ακόμα.
— Τα πόδια! είπε ο Γκίμλι. Ναι, αλλά αυτά δεν τρώγονται, μονάχα περπατούν.