Выбрать главу

— Όχι, δε φαίνονται, είπε ο Φρόντο. Όμως, εξακολουθώ να αισθάνομαι πως με κοιτάζουν ή με σκέπτονται: κάνοντας κάποιο άλλο σχέδιο, κατά πάσα πιθανότητα. Αν όμως λιγοστέψει το φως ή σβήσει, δε θ’ αργήσουν να ξανάρθουν.

— Να παγιδευτούμε στο τέλος! είπε ο Σαμ όλο πίκρα κι ο θυμός του φούσκωσε πάλι πάνω από κούραση κι απελπισία. Σαν τα μυγάκια στο δίχτυ της αράχνης. Μακάρι η κατάρα του Φαραμίρ να πέσει πάνω στο Γκόλουμ και γρήγορα μάλιστα!

— Αυτό δε θα μας βοηθούσε τώρα, είπε ο Φρόντο. Έλα! Για να δούμε τι μπορεί να κάνει το Κεντρί. Είναι λάμα ξωτικιά. Υπήρχαν δίχτυα τρόμου στα σκοτεινά φαράγγια του Μπελέριαντ που κατασκευάστηκε. Αλλά εσύ πρέπει να σταθείς φρουρός και να κρατάς πίσω τα μάτια. Εδώ, πάρε το αστρογυάλι. Μη φοβάσαι. Κράτα το ψηλά και πρόσεχε!

Ύστερα ο Φρόντο πλησίασε το μεγάλο γκρίζο δίχτυ και το πελέκησε με μια μεγάλη καμπυλωτή κοψιά, περνώντας την κοφτερή λάμα γρήγορα πάνω σε μια σκάλα πυκνοϋφασμένες χορδές και πήδησε αμέσως πίσω. Η λάμα που έλαμπε γαλάζια πέρασε μέσα τους σαν το δρεπάνι στο χορτάρι, και αναπήδησαν και συστράφηκαν κι έπειτα κρεμάστηκαν χαλαρές. Δημιουργήθηκε ένα μεγάλο σκίσιμο.

Χτύπημα στο χτύπημα έδινε, ώσπου στο τέλος όλο το δίχτυ, όσο έφτανε, κομματιάστηκε και το πάνω μέρος του φυσούσε και λικνιζόταν σαν χαλαρό πέπλο καθώς έμπαινε ο αέρας μέσα. Η παγίδα ήταν κομμάτια.

— Έλα! φώναξε ο Φρόντο. Εμπρός! Εμπρός!

Τρελή χαρά, που ξέφυγαν απ’ το ίδιο το στόμα της απελπισίας, γέμισε ξαφνικά όλο του το νου. Το κεφάλι του στριφογύριζε λες κι είχε πιει δυνατό κρασί. Πήδησε έξω φωνάζοντας.

Του φάνηκε σαν φως σ’ αυτή τη σκοτεινή χώρα στα μάτια του που είχαν περάσει μέσα από το άντρο της νύχτας. Οι μεγάλοι καπνοί είχαν υψωθεί και αραιώσει και οι τελευταίες ώρες της σκοτεινής μέρας έφευγαν η αγριεμένη κοκκινίλα της Μόρντορ είχε ξεθωριάσει σε κακόκεφο μισοσκόταδο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, στο Φρόντο φαινόταν πως έβλεπε το ξημέρωμα απρόσμενης ελπίδας. Είχε σχεδόν φτάσει στην κορυφή του τοίχου. Λιγάκι πιο ψηλά του ’μενε ακόμα. Το Φαράγγι, η Κίριθ Ούνγκολ, ήταν τώρα μπροστά του, μια αμυδρή εγκοπή στη μαύρη κορυφογραμμή και οι πέτρινες κορυφές σκοτεινές στον ουρανό δεξιά κι αριστερά. Λίγο τρέξιμο, τίποτα για ένα δρομέα, και θα ’βγαινε στην άλλη πλευρά!

— Το πέρασμα, Σαμ! φώναξε, αδιαφορώντας για τη διαπεραστική φωνή του, που απελευθερωμένη από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της στοάς αντήχησε τώρα διαπεραστική και άγρια. Το πέρασμα! Τρέξε, τρέξε και θα περάσουμε — πριν μπορέσει κανείς να μας σταματήσει!

Ο Σαμ πλησίασε πίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσε να κάνει τα πόδια του να τρέξουν αλλά μόλο που ήταν χαρούμενος γιατί ήταν ελεύθερος, ήταν ανήσυχος, κι όπως έτρεχε, κοίταζε κάθε τόσο πίσω στη σκοτεινή καμάρα της στοάς, όλος φόβο μήπως δει μάτια ή κάποια άλλη μορφή, που δεν την έφτανε η φαντασία του, να ορμάει πίσω τους. Ελάχιστα ήταν αυτά που εκείνος ή ο κύριός του γνώριζαν για τα τεχνάσματα της Σέλομπ. Η φωλιά της είχε πολλές εξόδους.

Εκεί μέσα ζούσε χρόνια αμέτρητα ένα κακοποιό πλάσμα με μορφή αράχνης, σαν κι αυτές που ζούσαν κάποτε παλιά στη Χώρα των Ξωτικών στη Δύση, που είναι τώρα κάτω από τη Θάλασσα, σαν κι αυτές που πολέμησε ο Μπέρεν στα Βουνά του Τρόμου στο Ντόριαθ. Κι έτσι είχε συναντήσει τη Λούθιεν στο καταπράσινο γρασίδι ανάμεσα στα κώνεια με το φεγγαρόφωτο τα χρόνια τα παλιά. Πώς έφτασε εδώ η Σέλομπ, φεύγοντας για να γλιτώσει τον αφανισμό, δε μας το λέει καμιά ιστορία, γιατί ελάχιστες ιστορίες έχουν διασωθεί από τα Σκοτεινά χρόνια. Πάντως, αυτή ήταν εδώ και υπήρχε πριν από το Σόρον και πριν την πρώτη πέτρα του Μπαράντ-ντουρ· και δεν υπηρετούσε κανέναν έξω από τον εαυτό της, πίνοντας το αίμα Ξωτικών και Ανθρώπων, πρησμένη από το πάχος, συνεχώς αναθυμόταν τα φαγοπότια της, πλέκοντας τα σκιερά της δίχτυα· γιατί όλα τα ζωντανά πλάσματα αποτελούσαν τροφή της κι ό,τι ξερνούσε ήταν σκοτάδι. Στα πέρατα του κόσμου, οι πιο μικρόσωμοι απόγονοι της, μπαστάρδικα από αξιολύπητους αρσενικούς, δικούς της απογόνους που τους σκότωνε, απλώνονταν από δάσος σε δασάκι, απ’ τα Έφελ Ντούαθ ως τους ανατολικούς λόφους, το Ντολ Γκούλντουρ και τα βάθη του Δάσους της Σκοτεινιάς. Αλλά κανείς τους δεν μπορούσε να τη συναγωνιστεί, τη Σέλομπ τη Μεγάλη, το τελευταίο παιδί της Ουνγκόλιαντ που ταλαιπωρούσε το δυστυχισμένο κόσμο.

Χρόνια κιόλας πριν, την είχε συναντήσει το Γκόλουμ, ο Σμήγκολ που έχωνε τη μύτη του σ’ όλες τις σκοτεινές τρύπες, που σε μέρες περασμένες είχε σκύψει και την είχε λατρέψει, και το σκοτάδι της κακίας της βάδιζε στο πλευρό του σε όλους τους κουρασμένους δρόμους του, αποκόβοντάς τον τελείως από το φως και τη μετάνοια. Και της είχε υποσχεθεί πως θα της έφερνε τροφή. Αλλά δε διψούσαν για το ίδιο πράγμα. Ελάχιστα ήξερε ή την απασχολούσαν πύργοι ή δαχτυλίδια ή η οποιαδήποτε επινόηση του μυαλού ή του χεριού. Αυτή μονάχα επιθυμούσε το θάνατο για όλους τους άλλους, ολόψυχα, και για τον εαυτό της μια παραχορτασμένη ζωή, ολομόναχη, παραφουσκωμένη, ώσπου τα Βουνά να μην τη χωρούν πια και το σκοτάδι να μη φτάνει να τη σκεπάσει.