Выбрать главу

Αλλά η εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας της Βρισκόταν πολύ μακριά ακόμα και για πολύν καιρό τώρα ήταν πεινασμένη και παραμόνευε στη φωλιά της, ενώ η δύναμη του Σόρον μεγάλωνε και το φως και τα ζωντανά πλάσματα εγκατέλειπαν τα σύνορά του· και η πολιτεία στην κοιλάδα ήταν νεκρή και δεν πλησίαζε ούτε Ξωτικό ούτε Άνθρωπος, μονάχα οι δυστυχισμένοι Ορκ. Τροφή φτωχική και δυσκολόπιαστη. Αλλά έπρεπε να φάει και, όσο πιο πολύ έσκαβαν κι άλλους στριφτούς διαδρόμους από το πέρασμα και τον πύργο τους, τόσο κι αυτή έβρισκε κάποιον τρόπο να τους παγιδέψει. Αλλά ποθούσε νοστιμότερο κρέας. Και το Γκόλουμ της το είχε φέρει.

«Θα δούμε, θα δούμε, έλεγε συχνά στον εαυτό του, όταν το κυρίευε η κακία του, όσο βάδιζε τον επικίνδυνο δρόμο από το Έμιν Μιούιλ ως την Κοιλάδα Μόργκουλ, θα δούμε. Μπορεί, ω, ναι, μπορεί πολύ ωραία, όταν Αυτή πετάξει τα κόκαλα και τ’ αδειανά ρούχα, να το βρούμε, να το πάρουμε, το Πολύτιμο, αμοιβή για το φτωχούλη το Σμήγκολ, που φέρνει καλό φαΐ. Και θα το γλιτώσουμε το Πολύτιμο, όπως υποσχεθήκαμε. Ω, ναι! Κι όταν θα το έχουμε εξασφαλισμένο, τότε θα το μάθει κι αυτή. Ω, ναι, τότε θα Της το ξεπληρώσουμε, πολύτιμό μου. Τότε θα τους ξεπληρώσουμε όλους!»

Έτσι σκεπτόταν στα τρίσβαθα της πανουργίας του, που ακόμα έλπιζε πως βα ’κρυβε απ’ αυτή, ακόμα κι όταν είχε πάει να την ξαναβρεί κι είχε υποκλιθεί βαθιά μπροστά της, την ώρα που κοιμόντουσαν οι σύντροφοι του.

Όσο για το Σόρον: αυτός ήξερε πού κρυβόταν. Τον ευχαριστούσε που ζούσε εκεί πεινασμένη, αλλά με την κακία της καθόλου μειωμένη, ο πιο σίγουρος φρουρός σ’ εκείνο το αρχαίο μονοπάτι που έμπαινε στη χώρα του από οποιονδήποτε θα μπορούσε να επινοήσει η επιδεξιότητά του. Και οι Ορκ ήταν, βέβαια, χρήσιμοι σκλάβοι, αλλά είχε μπόλικους. Αν πότε πότε η Σέλομπ έπιανε κανέναν για να λιγοστέψει την πείνα της, χάρισμά της: δε Θα του ’λειπαν. Και μερικές φορές, όπως κάποιος ρίχνει μια λιχουδιά στη γάτα του (γιατί την ονομάζει γάτα του, αν κι εκείνη δεν το αναγνωρίζει), ο Σόρον της έριχνε φυλακισμένους που δεν είχε κάτι καλύτερο να τους κάνει: τους έστελνε στην τρύπα της και ύστερα του έφερναν νέα για το παιχνίδι που έκανε.

Έτσι ζούσαν και οι δύο και χαίρονταν τα τεχνάσματά τους και δε φοβόντουσαν ούτε επίθεση ούτε θυμό ούτε κάποιο τέλος στις κακίες τους. Ποτέ ως τώρα δεν είχε ξεφύγει ούτε μύγα από τα δίχτυα της Σέλομπ, γι’ αυτό και τώρα ήταν μεγαλύτερη η λύσσα και η πείνα της.

Αλλά τίποτα απ’ αυτό το κακό που είχαν ξεσηκώσει εναντίον τους δεν ήξερε ο φτωχός ο Σαμ, εκτός από ένα φόβο που μεγάλωνε μέσα του, μια απειλή που δεν μπορούσε να δει· και τέτοιο βάρος του είχε γίνει, που τον εμπόδιζε στο τρέξιμό του και τα πόδια του φαίνονταν ασήκωτα.

Τρόμος τον περικύκλωνε κι είχε εχθρούς στο πέρασμα μπροστά του και τον κύριό του τον είχε καταλάβει ένας αφύσικος ενθουσιασμός κι έτρεχε απερίσκεπτα να τους ανταμώσει. Παίρνοντας το βλέμμα του απ’ τη σκιά πίσω και τη βαθιά σκοτεινιά κάτω απ’ το βράχο αριστερά του, κοίταξε μπροστά και είδε δυο πράγματα που μεγάλωσαν το φόβο του. Είδε πως το σπαθί, που ο Φρόντο κρατούσε ακόμα γυμνό, έλαμπε με γαλάζια φλόγα· και είδε πως μόλο που ο ουρανός πίσω τους ήταν τώρα σκοτεινός, το παράθυρο στον πύργο εξακολουθούσε να φέγγει κόκκινο.

— Ορκ! μουρμούρισε. Ποτέ δε θα περάσουμε, τρέχοντας έτσι. Έχει Ορκ εδώ γύρω κι άλλα χειρότερα κι από Ορκ.

Ξαναγύρισε γρήγορα στην παλιά του συνήθεια για μυστικότητα κι έκλεισε στο χέρι του το πολύτιμο Φιαλίδιο που κρατούσε ακόμα. Κόκκινο με το δικό του ζωντανό αίμα έλαμψε για μια στιγμή το χέρι του κι ύστερα έχωσε το αποκαλυπτικό φως βαθιά σε μια τσέπη κοντά στο στήθος του και τράβηξε καλά τον ξωτικο-μανδύα του ολόγυρά του. Τώρα προσπάθησε να ταχύνει το βήμα του. Ο κύριός του όλο κι απομακρυνόταν ήταν κιόλας κάπου είκοσι βήματα πιο μπροστά, περνώντας ανάλαφρα σαν σκιά· σε λίγο θα τον έχανε από τα μάτια του σ’ αυτόν τον γκρίζο κόσμο.

Δεν είχε προλάβει καλά καλά να κρύψει το φως του αστρογυαλιού ο Σαμ, όταν παρουσιάστηκε αυτή. Λίγο πιο μπροστά κι αριστερά είδε ξαφνικά να ξεπετάγεται, από μια μαύρη σκιερή τρύπα κάτω από το βράχο, η πιο αηδιαστική μορφή που είχε ποτέ του δει, πιο απαίσια κι απ’ τη φρίκη ενός εφιάλτη. Περισσότερο έμοιαζε με αράχνη, αλλά πιο θεόρατη κι απ’ τα μεγάλα σαρκοβόρα θηρία και πιο τρομερή απ’ αυτά εξαιτίας του σατανικού σκοπού που καθρεφτιζόταν στα άσπλαχνα μάτια της. Εκείνα τα ίδια τα μάτια που είχε νομίσει πως είχαν δειλιάσει και νικηθεί, ήταν εκεί αναμμένα μ’ ένα άγριο φως ξανά, μαζεμένα όλα στο ξεπεταγμένο της κεφάλι. Είχε μεγάλα κέρατα και πίσω απ’ τον κοντό καλαμένιο της λαιμό βρισκόταν το τεράστιο πρησμένο της σώμα, ένα τεράστιο παραφουσκωμένο σακί, που λικνιζόταν και κρεμόταν πλαδαρό ανάμεσα στα πόδια της· ο μεγάλος όγκος του ήταν μαύρος, πιτσιλωτός με μαυροκίτρινα σημάδια, αλλά η κοιλιά από κάτω ήταν χλωμή και φωσφόριζε κι έβγαζε μια απαίσια μυρωδιά. Τα πόδια της ήταν λυγισμένα, με μεγάλες ροζιασμένες αρθρώσεις, ψηλότερα από τη ράχη της, και τρίχες που ξεπετάγονταν σαν ατσάλινες ακίδες, και στην άκρη κάθε ποδιού είχε ένα γαμψό νύχι.