Выбрать главу

Με το σπαθί στο χέρι ο Σαμ το ακολούθησε. Για μια στιγμή είχε ξεχάσει όλα τ’ άλλα εκτός απ’ την πύρινη μανία μέσα του και την επιθυμία να σκοτώσει το Γκόλουμ. Αλλά πριν το προλάβει, το Γκόλουμ ήταν φευγάτο. Τότε, καθώς η μαύρη τρύπα ανοίχτηκε μπροστά του και τον πήρε η μπόχα, σαν αστροπελέκι η σκέψη του Φρόντο και του τέρατος χτύπησε το νου του Σαμ. Γύρισε κατά πίσω κι όρμησε τρελά στο μονοπάτι, φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας το όνομα του κυρίου του. Ήταν πολύ αργά. Ως εδώ το σχέδιο του Γκόλουμ είχε πετύχει.

Κεφάλαιο X

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΣΑΜΓΟΥΑΙΖ

Ο Φρόντο ήταν πεσμένος ανάσκελα και το τέρας έσκυβε από πάνω του, τόσο απορροφημένο από το θύμα του, που δεν έδωσε καμιά σημασία στο Σαμ και στις φωνές του, παρά μόνο όταν πλησίασε. Καθώς έφτασε τρέχοντας είδε πως ο Φρόντο ήταν κιόλας δεμένος με σκοινιά που ήταν τυλιγμένα γύρω του από τους αστραγάλους ως τους ώμους και το τέρας με τα μεγάλα μπροστινά του πόδια είχε αρχίσει, μισοσηκώνοντας και μισοσέρνοντας το κορμί του, να τον παίρνει.

Στην από δω μεριά ήταν πεσμένο και γυάλιζε καταγής το ξωτικο-σπαθί του, στο μέρος που είχε πέσει άχρηστο από το χέρι του. Ο Σαμ δεν περίμενε να συλλογιστεί τι έπρεπε να γίνει, ή αν ήταν γενναίος, ή πιστός ή έβραζε απ’ το θυμό. Όρμησε μπροστά με μια κραυγή κι άρπαξε το σπαθί του κυρίου του στ’ αριστερό του χέρι. Ύστερα επιτέθηκε. Καμιά επίθεση πιο άγρια δεν έχει ποτέ κανείς δει στον άγριο κόσμο των ζώων, παρά όταν κάποιο απελπισμένο μικρό πλάσμα, οπλισμένο μόνο με μικρά δοντάκια, επιτίθεται σ’ έναν πύργο κέρατα και χοντρό πετσί που στέκεται πάνω απ’ το νεκρό του ταίρι.

Ενοχλημένη, από κάποιο ίσως απολαυστικό όνειρο, από τη μικρή του κραυγή έστριψε αργά τη φοβερή κακία της ματιάς της καταπάνω του. Αλλά πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει πως της είχε επιτεθεί, μια μανία μεγαλύτερη απ’ όσες είχε αντιμετωπίσει εδώ κι αμέτρητα χρόνια, το λαμπερό σπαθί δάγκωσε το πόδι της κι έκοψε πέρα πέρα το γαμψό της νύχι. Ο Σαμ πήδηξε ανάμεσα στις αψίδες των ποδιών της και μ’ ένα γρήγορο χτύπημα προς χα πάνω κάρφωσε τα σύνθετα μάτια της καθώς είχε χαμηλωμένο το κεφάλι της. Ένα μεγάλο μάτι σκοτείνιασε.

Τώρα το άθλιο πλάσμα βρισκόταν ακριβώς από κάτω της και, για την ώρα, εκτός βολής του κεντριού και των νυχιών της. Η τεράστια κοιλιά της βρισκόταν από πάνω του με το μολεμένο της φως και η βρόμα της κόντευε να τον σκάσει. Όμως, η μανία του κρατούσε για άλλο ένα χτύπημα ακόμα και, πριν μπορέσει να βουλιάξει πάνω του, πνίγοντας κι αυτόν κι όλο το μικρό προκλητικό του θάρρος, της τράβηξε μία πέρα ως πέρα με τη λαμπερή ξωτικο-λεπίδα με τη δύναμη της απελπισίας.

Αλλά η Σέλομπ δεν ήταν όπως οι δράκοι, δεν είχε πουθενά αδύνατο σημείο εκτός από τα μάτια της. Ροζιασμένο και βλογιοκομμένο από τη φθορά ήταν το γέρικο πετσί της, αλλά όλο και γινόταν παχύτερο από μέσα με αλλεπάλληλα στρώματα βρομερού λίπους. Η λεπίδα το έσκισε ανοίγοντας μια τρομερή πληγή, αλλά αυτές τις απαίσιες πτυχές δεν μπορούσε να τις διαπεράσει καμιά ανθρώπινη δύναμη, ακόμα κι αν το ατσάλι είναι δουλεμένο από Ξωτικό ή Νάνο, ακόμα κι αν το κρατάει το χέρι του Μπέρεν ή του Τούριν. Τραβήχτηκε πίσω με το χτύπημα κι ύστερα ανασήκωσε τον τεράστιο σάκο της κοιλιάς της ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του Σαμ. Δηλητήριο άφρισε και φουσκάλιασε απ’ την πληγή. Τώρα, απλώνοντας τα πόδια της, κατέβασε τον τεράστιο όγκο της πάνω του ξανά. Ήταν όμως πολύ νωρίς. Γιατί ο Σαμ στεκόταν ακόμη όρθιος και, ρίχνοντας κάτω το δικό του σπαθί, με τα δυο του χέρια μαζί κράτησε την ξωτικο-λεπίδα με τη μύτη προς τα πάνω, προσπαθώντας ν’ απωθήσει τη φρικτή οροφή· κι έτσι η Σέλομπ, με την ορμητική δύναμη της δικής της σκληρής θέλησης, με δύναμη μεγαλύτερη από το χέρι οποιουδήποτε πολεμιστή, έμπηξε μέσα της φοβερή ακίδα. Βαθιά, βαθιά τρυπούσε, καθώς ο Σαμ συνθλιβόταν αργά στη γη.

Η Σέλομπ δεν είχε νιώσει ποτέ της τέτοια αγωνία, ούτε είχε ονειρευτεί πως θα ’νιωθε, σ’ όλον το μακρόχρονο κόσμο της κακίας της. Ούτε ο πιο αντρειωμένος στρατιώτης της αρχαίας Γκόντορ ούτε ο πιο άγριος παγιδευμένος Ορκ δεν της είχε αντισταθεί τόσο, ούτε της είχε μπήξει σπαθί στην πολυαγαπημένη της σάρκα. Ένα τρεμούλιασμα τη συντάραξε. Τραβήχτηκε πάνω πάλι, ξεκαρφώνοντας το κορμί της από τον πόνο, λύγισε τα πόδια της που σφάδαζαν κάτωθέ της και πήδηξε πίσω μ’ ένα σπασμωδικό πήδημα.

Ο Σαμ ήταν πεσμένος στα γόνατα πλάι στο κεφάλι του Φρόντο, με τις αισθήσεις του παραζαλισμένες απ’ την απαίσια βρόμα, με τα δυο του χέρια ακόμα να σφίγγουν τη λαβή του σπαθιού. Μέσα από τη θολούρα που θάμπωνε τα μάτια του, έβλεπε το πρόσωπο του Φρόντο και πολεμούσε πεισματικά να κυριαρχήσει στον εαυτό του και να ξεπεράσει τη λιποθυμία που πήγαινε να τον κυριέψει. Αργά σήκωσε το κεφάλι του και την είδε, λίγα μόνο βήματα πιο πέρα, να τον κοιτάζει, το κεντρί της να σέρνεται στάζοντας δηλητηριασμένο σάλιο, και ένα πράσινο υγρό να στάζει κάτω από το πληγωμένο της μάτι. Ήταν συσπειρωμένη εκεί, με την κοιλιά της που αναρριγούσε ξαπλωμένη στη γη, με τα μεγάλα τόξα των ποδιών της να τρεμουλιάζουν, καθώς συγκεντρωνόταν για ένα πήδημα ακόμα — αυτή τη φορά για να συνθλίψει και να κεντρίσει θανατηφόρα: όχι ένα μικρό τσιμπηματάκι με δηλητήριο για ν’ ακινητοποιήσει την αντίσταση της τροφής της· αυτή τη φορά θα σκότωνε κι ύστερα θα ξέσκιζε.