Выбрать главу

Εκεί που κι ο ίδιος ο Σαμ μαζεύτηκε και την κοιτούσε, βλέποντας το θάνατό του στα μάτια της, του ήρθε μια σκέψη, λες και είχε μιλήσει κάποια απόμακρη φωνή, και ψαχούλεψε στον κόρφο του με τ’ αριστερό του χέρι και βρήκε αυτό που γύρευε· παγωμένο και σκληρό και στέρεο φάνηκε στο χέρι του στον κόσμο αυτό των φαντασμάτων και του τρόμου, το Φιαλίδιο της Γκαλάντριελ.

— Γκαλάντριελ! είπε ξέψυχα, και ύστερα άκουσε φωνές μακρινές αλλά καθαρές: τη φωνή των Ξωτικών καθώς περπατούσαν στην αστροφεγγιά στις πολυαγαπημένες σκιές του Σάιρ και τη μουσική των Ξωτικών, όπως έφτανε μες στον ύπνο του στην Αίθουσα της Φωτιάς στο σπίτι του Έλροντ.

Gilthoniel A Elbereth!

Και τότε η γλώσσα του λύθηκε και η φωνή του φώναξε σε μια γλώσσα που δεν την ήξερε:

A Elbereth Gilthoniel o menel palan-diriel, le nailon sí di’nguruthos! A tiro nin, Fanuilos!

Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε παραπατώντας κι έγινε ο Σάμγουάιζ ο χόμπιτ, ο γιος του Χάμφαστ, ξανά.

— Έλα τώρα, βρομερή! φώναξε. Χτύπησες τον κύριό μου, κτήνος, και θα το πληρώσεις. Εμείς θα προχωρήσουμε· αλλά πρώτα θα καθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας. Έλα, λοιπόν, να το ξαναδοκιμάσεις!

Λες και το ακατανίκητο πνεύμα του να είχε ενεργοποιήσει τη δύναμή του, το αστρογυάλι φεγγοβόλησε ξαφνικά στο χέρι του σαν άσπρη δάδα. Φλεγόταν σαν άστρο που πέφτει από τον ουρανό, σκίζοντας τη σκοτεινή ατμόσφαιρα με εκτυφλωτικό φως. Τέτοιος τρόμος απ’ τα ουράνια δεν είχε ποτέ πριν ανάψει καταπρόσωπο στη Σέλομπ. Οι ακτίνες του έμπαιναν στο πληγωμένο της κεφάλι και το έκαιγαν μ’ ανυπόφορο πόνο και η τρομερή αυτή φωτεινή επιδημία απλωνόταν από μάτι σε μάτι. Τραβήχτηκε πίσω χτυπώντας τον αέρα με τα μπροστινά της πόδια, η όρασή της καμένη από εσωτερικά αστροπελέκια, ο νους της σε φοβερή αγωνία. Ύστερα στρίβοντας το σακατεμένο της κεφάλι, κύλησε στο πλάι κι άρχισε να σέρνεται, το ένα γαμψό νύχι μετά το άλλο, κατά το άνοιγμα στο σκοτεινό βράχο πίσω.

Ο Σαμ ακολουθούσε. Παραπατούσε σαν μεθυσμένος, αλλά προχωρούσε. Και η Σέλομπ τρομοκρατημένη επιτέλους, ζαρωμένη, νικημένη, τιναζόταν κι έτρεμε καθώς προσπαθούσε γρήγορα ν’ απομακρυνθεί. Έφτασε στην τρύπα και ζορίστηκε να μπει μέσα, αφήνοντας μια γραμμή κιτρινοπράσινο γλοιώδες υγρό. Τέλος, ξεγλίστρησε μέσα την ώρα ακριβώς που ο Σαμ της κατάφερε ένα τελευταίο χτύπημα στα σερνάμενα πόδια της. Ύστερα έπεσε καταγής.

Η Σέλομπ έφυγε· και αν έμενε για πολύν καιρό στη φωλιά της ή όχι περιθάλποντας την κακία της και το χάλι της και αν, καθώς αργοπερνούσαν τα χρόνια στο σκοτάδι, θεραπεύτηκε μόνη της, ξαναφτιάχνοντας τα σύνθετα μάτια της, ώσπου πεινασμένη σαν το χάρο ξανάπλεξε τα τρομερά της δίχτυα στις στενές κοιλάδες των Βουνών της Σκιάς, αυτή εδώ η ιστορία δε μας το λέει.

Ο Σαμ απόμεινε μονάχος. Κατάκοπος, καθώς το σούρουπο της Ακατανόμαστης Χώρας έπεφτε στον τόπο της συμπλοκής, σύρθηκε ως τον κύριό του.

— Κύριε, καλέ μου κύριε! είπε ο Σαμ, αλλά ο Φρόντο δε μίλησε. Εκεί, όπως έτρεχε, όλος ανυπομονησία, καταχαρούμενος που ήταν ελεύθερος, η Σέλομπ με τρομακτική ταχύτητα είχε έρθει από πίσω του και μ’ ένα γρήγορο χτύπημα τον είχε κεντρίσει στο σβέρκο. Τώρα ήταν ξαπλωμένος, χλωμός και δεν άκουγε φωνή ούτε κουνιόταν.

— Κύριε, καλέ μου κύριε! είπε ο Σαμ κι έκανε πολλή ώρα ησυχία και περίμενε κι αφουγκραζόταν άδικα.

Ύστερα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έκοψε τα σκοινιά που τον έδεναν κι έβαλε το αυτί του στο στήθος του Φρόντο και στο στόμα του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανακαλύψει κανένα σκίρτημα ζωής ούτε να νιώσει το παραμικρό φτερούγισμα της καρδιάς. Κι όλο έτριβε και χτυπούσε τα χέρια και τα πόδια του κυρίου του κι άγγιζε το μέτωπό του, αλλά όλα ήταν παγωμένα.

— Φρόντο, κύριε Φρόντο! φώναζε. Μη μ’ αφήνεις μονάχο εδώ! Είμαι εγώ ο Σαμ σου που σε φωνάζει. Μην πας εκεί που εγώ δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω! Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Ω, ξύπνα, Φρόντο μου, καλέ μου, καλέ μου. Ξύπνα!