Ύστερα τον κυρίεψε θυμός κι άρχισε να τρέχει γύροι από το σώμα του κυρίου του μανιασμένα, σπαθίζοντας τον αέρα, χτυπώντας τους βράχους και ξεφωνίζοντας προκλήσεις. Σε λίγο γύρισε πίσω και σκύβοντας κοίταξε το πρόσωπο του Φρόντο, χλωμό στο σούρουπο. Και ξαφνικά κατάλαβε πως βρισκόταν στην εικόνα που του είχε αποκαλυφθεί στο Λόριεν, στον καθρέφτη της Γκαλάντριελ: ο Φρόντο με πρόσωπο χλωμό να κοιμάται βαθιά στη βάση ενός μεγάλου σκοτεινού βράχου. Ή, έτσι νόμιζε τότε, πως κοιμόταν βαθιά.
— Είναι νεκρός, είπε. Δεν κοιμάται, πέθανε!
Κι όπως το είπε, λες και τα λόγια του έκαναν το δηλητήριο να δουλέψει ξανά, του φάνηκε πως το χρώμα του προσώπου του έγινε μαυροπράσινο.
Και τότε τον κυρίεψε μαύρη απελπισία, κι ο Σαμ έσκυψε στη γη και τράβηξε την γκρίζα κουκούλα στο κεφάλι του και νύχτα απλώθηκε στην καρδιά του. Έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν, τέλος, η μαυρίλα πέρασε, ο Σαμ σήκωσε το κεφάλι και οι σκιές τον κύκλωναν αλλά για πόσα λεπτά ή ώρες είχε χαθεί ο κόσμος, δεν μπορούσε να πει. Βρισκόταν ακόμα στο ίδιο σημείο κι ο κύριός του εξακολουθούσε να βρίσκεται δίπλα του νεκρός. Τα βουνά δεν είχαν γίνει θρύψαλα ούτε η γη είχε ερειπωθεί.
— Τι να κάνω, τι να κάνω; είπε.. Ήρθα ως εδώ μαζί του στα χαμένα; Κι ύστερα θυμήθηκε τη δική του φωνή να λέει λόγια που τότε δεν τα είχε καταλάβει ούτε αυτός ο ίδιος, στην αρχή του ταξιδιού: Έχω κάτι να κάνω πριν το τέλος. Πρέπει να το τελειώσω, κύριε, αν με καταλαβαίνεις.
— Αλλά τι μπορώ να κάνω; Όχι ν’ αφήσω τον κύριο Φρόντο πεθαμένο, άθαφτο στην κορφή των βουνών και να γυρίσω σπίτι; Ή να συνεχίσω; Να συνεχίσω; επανέλαβε, και για μια στιγμή αμφιβολίες και φόβοι τον συντάραξαν. Να συνεχίσω; Τούτο είναι που πρέπει να κάνω; Και να τον αφήσω;
Τότε, τέλος, άρχισε να κλαίει· και πηγαίνοντας στο Φρόντο τακτοποίησε το σώμα του. Δίπλωσε τα παγωμένα του χέρια στο στήθος του πάνω και τύλιξε το μανδύα του ολόγυρά του· κι ακούμπησε το δικό του σπαθί στο ένα του πλευρό και το μπαστούνι του Φαραμίρ στο άλλο.
— Αν είναι να συνεχίσω, είπε, τότε πρέπει να πάρω το σπαθί σου, με την άδειά σου, κύριε Φρόντο, αλλά θα βάλω τούτο στο πλευρό σου, όπως βρισκόταν στο πλευρό του γερο-βασιλιά στον τύμβο· κι έχεις και τον ωραίο σου θώρακα από μίθριλ του γέρου κύριου Μπίλμπο. Και τ’ αστρογυάλι σου, κύριε Φρόντο, εσύ μου το δάνεισες και θα το χρειαστώ, γιατί θα βρίσκομαι πάντα στο σκοτάδι τώρα. Βέβαια, δεν είναι για του λόγου μου, και η Κυρά το ’δωσε σε σένα, αλλά θα καταλάβει. Εσύ καταλαβαίνεις, κύριε Φρόντο; Πρέπει να προχωρήσω.
Αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει, όχι ακόμα. Γονάτισε κι έπιασε το χέρι του Φρόντο και δεν μπορούσε να το αφήσει. Και η ώρα περνούσε κι αυτός εξακολουθούσε να μένει γονατιστός, κρατώντας το χέρι του κυρίου του και μέσα του εξακολουθούσε να αμφιταλαντεύεται.
Τώρα προσπαθούσε να βρει τη δύναμη να ξεκολλήσει και να συνεχίσει ένα μοναχικό ταξίδι — για εκδίκηση. Μια και ξεκινούσε, ο θυμός του θα τον πήγαινε σ’ όλους τους δρόμους του κόσμου, κυνηγώντας, ώσπου να το πιάσει στο τέλος, το Γκόλουμ. Τότε θα το στρίμωχνε, το Γκόλουμ, και θα το σκότωνε. Αλλά δε θα ήταν αυτό που είχε στην αρχή ξεκινήσει να κάνει. Δεν άξιζε να εγκαταλείψει τον κύριό του γι’ αυτό. Τίποτα δε θα τον έφερνε πίσω. Καλύτερα να ’χαν πεθάνει και οι δυο μαζί. Κι εκείνο επίσης θα ήταν μοναχικό ταξίδι.
Κοίταξε τη λαμπερή μύτη του σπαθιού. Σκέφτηκε τους τόπους πίσω που υπήρχε το μαύρο χείλος του γκρεμού κι ένα αδειανό πέσιμο στην ανυπαρξία. Δεν ξέφευγε έτσι. Έτσι δε θα ’κανε τίποτα, ούτε καν θα πενθούσε. Δεν ήταν αυτό που είχε ξεκινήσει να κάνει.
— Τι να κάνω, λοιπόν, φώναξε ξανά, και τώρα του φάνηκε ξεκάθαρα πως ήξερε τη σκληρή απάντηση: τελείωσέ το.
Άλλο ένα μοναχικό ταξίδι κι ύστερα το χειρότερο.
— Τι; Εγώ, ολομόναχος, να πάω στις Σχισμές του Χαμού και τα τέτοια;
Εξακολουθούσε να δειλιάζει, αλλά η θέλησή του όλο και δυνάμωνε.
— Τι; Εγώ να πάρω το Δαχτυλίδι απ’ αυτόν; Το Συμβούλιο σ’ αυτόν το ’δωσε.
Η απάντηση όμως ήρθε αμέσως: Και το Συμβούλιο του έδωσε συντρόφους για να μην αποτύχει η αποστολή. Κι εσύ είσαι ο τελευταίος απ’ όλη την Ομάδα. Η αποστολή δεν πρέπει ν’ αποτύχει.
— Μακάρι να μην ήμουνα ο τελευταίος, βόγκηξε. Πόσο θα ’θελα να ήταν εδώ ο γερο-Γκάνταλφ ή κάποιος τέλος πάντων. Γιατί έχω απομείνει ολομόναχος για ν’ αποφασίσω; Σίγουρα θα τα κάνω θάλασσα. Και δεν είναι δουλειά μου να παίρνω το Δαχτυλίδι και να φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν.
— Μα δε φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν αναγκάζεσαι να το κάνεις. Κι όσο γι’ αυτά που λες πως δεν είσαι το κατάλληλο πρόσωπο, τι, μήπως ήταν ο κύριος Φρόντο ή ο κύριος Μπίλμπο; Δε διάλεξαν από μόνοι τους.