Выбрать главу

— Α, λοιπόν, πρέπει ν’ αποφασίσω μόνος μου. Και θα το κάνω. Αλλά σίγουρα θα τα θαλασσώσω· ειδαλλιώς δε θα ’μουνα κι ο Σαμ Γκάμγκη.

»Για να δω τώρα: αν μας βρούνε εδώ, ή βρουν τον κύριο Φρόντο κι αυτό το Πράγμα βρίσκεται πάνω του, τότε ο Εχθρός θα το πάρει. Κι αυτό θα ’ναι και το τέλος όλων μας, του Λόριεν, του Σκιστού Λαγκαδιού, του Σάιρ κι όλων. Και δεν έχω καιρό για χάσιμο, ειδαλλιώς θα έρθει το τέλος σίγουρα. Ο πόλεμος έχει αρχίσει και το πιο πιθανό είναι πως τα πράγματα πάνε κιόλας με το μέρος του Εχθρού. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω πίσω μ’ Αυτό και να ζητήσω συμβουλές ή άδεια. Όχι, είτε θα κάτσω εδώ και θά ’ρθουν και θα με σκοτώσουν πάνω στο κορμί του κυρίου μου και θα Το πάρουν ή Το παίρνω και φεύγω — πήρε μια βαθιά ανάσα. Τότε, Το παίρνω!

Έσκυψε. Πολύ απαλά ξεκούμπωσε την πόρπη στο λαιμό κι έβαλε το χέρι του μέσα απ’ το πουκάμισο του Φρόντο· ύστερα με το άλλο του χέρι, ανασηκώνοντας το κεφάλι, φίλησε το παγωμένο μέτωπο και μαλακά τράβηξε την αλυσίδα από πάνω του. Και ύστερα ακούμπησε το κεφάλι ήσυχα πίσω αναπαυμένο. Καμιά αλλαγή δεν παρουσιάστηκε στο ήρεμο πρόσωπο και απ’ αυτό, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα τα σημάδια, πείστηκε ο Σαμ επιτέλους πως ο Φρόντο είχε πεθάνει και είχε αφήσει κατά μέρος την Αποστολή.

— Αντίο, κύριε, καλέ μου! μουρμούρισε. Συγχώρεσε το Σαμ σου. Θα γυρίσει πίσω σ’ αυτό το σημείο όταν γίνει η δουλειά — αν τα καταφέρει. Και τότε δε θα σ’ αφήσει ξανά. Αναπαύσου ειρηνικά ώσπου νά ’ρθω· και είθε να μη σε πλησιάσει κανένα βρομερό πλάσμα! Και αν η Κυρία μπορούσε να με ακούσει και να μου εκπληρώσει μία επιθυμία, θα ήθελα να γυρίσω πίσω και να σε βρω ξανά. Αντίο!

Και ύστερα έσκυψε το δικό του λαιμό και του πέρασε την αλυσίδα και αμέσως το κεφάλι του λύγισε ως κάτω από το βάρος του Δαχτυλιδιού, λες και είχε κρεμάσει στο λαιμό του βράχο μεγάλο. Αλλά σιγά σιγά, λες και το βάρος λιγόστεψε, ή αυτός πήρε καινούρια δύναμη, σήκωσε το κεφάλι του κι ύστερα με μεγάλη προσπάθεια στάθηκε στα πόδια του και διαπίστωσε πως μπορούσε να βαδίζει και να κουβαλάει και το φορτίο του. Και για μια στιγμή σήκωσε ψηλά το Φιαλίδιο και κοίταξε τον κύριό του και το φως φώτιζε ευγενικά τώρα με την απαλή ακτινοβολία του αποσπερίτη το καλοκαίρι και στο φως αυτό το πρόσωπο του Φρόντο πήρε ωραίο χρώμα πάλι, χλωμό αλλά πανέμορφο, με ομορφιά ξωτική, σαν το πρόσωπο κάποιου που έχει εδώ και πολύν καιρό περάσει τις σκιές. Και με την πικρή παρηγοριά αυτής της τελευταίας εικόνας ο Σαμ γύρισε κι έκρυψε το φως και πήρε σκοντάφτοντας το δρόμο στο σκοτάδι που πύκνωνε.

Δεν είχε να πάει μακριά. Η στοά βρισκόταν αρκετά πίσω· η Στενοποριά ήταν καμιά διακοσαριά γιάρδες μπροστά, μπορεί και λιγότερο. Το μονοπάτι ήταν ορατό στο μισοσκόταδο, ένα βαθύ αυλάκι φαγωμένο απ’ την πολύχρονη χρήση, που προχωρούσε τώρα ανηφορίζοντας μαλακά σε μια μεγάλη νεροσυρμή με θεόρατους βράχους κι απ’ τις δύο πλευρές. Η νεροσυρμή στένευε γρήγορα. Σε λίγο ο Σαμ έφτασε σε μια σειρά πλατιά χαμηλά σκαλοπάτια. Τώρα ο πύργος των Ορκ βρισκόταν ακριβώς από πάνω του, μαύρος και συνοφρυωμένος, με το κόκκινο μάτι του να φέγγει. Ο Σαμ τώρα ήταν κρυμμένος στη σκοτεινή σκιά του από πάνω. Πλησίαζε στην κορφή των σκαλοπατιών και μπήκε στη Στενοποριά επιτέλους.

«Έχω αποφασίσει», έλεγε συνέχεια στον εαυτό του. Αλλά δεν είχε. Αν και είχε προσπαθήσει να το σκεφτεί όσο πιο καλά μπορούσε, αυτό που έκανε πήγαινε εντελώς αντίθετα στη φύση του.

— Μήπως κάνω λάθος; μουρμούριζε. Τι έπρεπε να κάνω;

Καθώς οι κατακόρυφες πλευρές της Στενοποριάς υψώθηκαν γύρω του, ’πριν φτάσει εντελώς στην κορφή και πριν επιτέλους αντικρίσει και το μονοπάτι που κατέβαζε στην Ακατανόμαστη Χώρα, κοίταξε πίσω. Μπορούσε ακόμα να διακρίνει, σαν μικρή κηλίδα στη σκοτεινιά που πύκνωνε, την είσοδο της στοάς. Και νόμισε πως μπορούσε να δει ή να μαντέψει πού κείτονταν ο Φρόντο. Φαντάστηκε πως υπήρχε ένα λαμπύρισμα εκεί, μπορεί όμως και να τον ξεγελούσαν τα δάκρυα του, καθώς προσπαθούσε να δει σ’ εκείνο το ψηλό πέτρινο μέρος που η ζωή του ολόκληρη είχε γίνει κομμάτια.

«Αν μονάχα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου, η μοναδική μου επιθυμία, αναστέναξε, να γυρίσω και να τον βρω!» Τότε, τέλος, στράφηκε στο δρόμο μπροστά του κι έκανε μερικά βήματα· τα πιο βαριά και πιο απρόθυμα που είχε ποτέ του κάνει.

Μερικά βήματα μόνο· και τώρα λίγα ακόμα μόνο και θα ’παιρνε τον κατήφορο και δε θα ξανάβλεπε ποτέ εκείνο το ψηλό μέρος. Και τότε ξαφνικά άκουσε σκουξίματα και φωνές. Πέτρωσε. Φωνές Ορκ. Πίσω του και μπροστά του. Θόρυβος από πολλά πόδια και στριγκά ξεφωνητά: Ορκ έρχονταν στη Στενοποριά από απέναντι, από κάποια είσοδο του πύργου, μπορεί. Βήματα και ξεφωνητά από πίσω. Κοίταξε πίσω. Είδε μικρά κόκκινα φώτα, δαυλούς, ν’ αναβοσβήσουν εκεί κάτω μακριά καθώς έβγαιναν από τη στοά. Το κυνηγητό είχε τέλος αρχίσει. Το κόκκινο μάτι του πύργου δεν ήταν τυφλό. Ήταν παγιδευμένος.