Выбрать главу

Τώρα το τρεμόσβημα των δαυλών που πλησίαζαν και η κλαγγή του ατσαλιού ήταν πολύ κόντά από μπροστά. Σ’ ένα λεπτό θα ’φταναν την κορφή και θα ’πεφταν πάνω του. Είχε αργήσει πάρα πολύ ν’ αποφασίσει και τώρα ήταν αργά. Πώς μπορούσε να ξεφύγει ή να σωθεί ή να σώσει το Δαχτυλίδι; Δεν κατάλαβε να κάνει κάποια σκέψη ή να παίρνει κάποια απόφαση. Απλώς έπιασε τον εαυτό του να τραβάει έξω την αλυσίδα και να παίρνει το Δαχτυλίδι στο χέρι του. Οι επικεφαλής του αποσπάσματος των Ορκ φάνηκαν στη Στενοποριά μπροστά του. Τότε το φόρεσε.

Ο κόσμος άλλαξε και ένα μόνο λεπτό γέμισε με σκέψεις μιας ώρας. Αμέσως ένιωσε πως η ακοή του οξύνθηκε, ενώ η όρασή του θάμπωσε, αλλά διαφορετικά απ’ ό,τι στο άντρο της Σέλομπ. Όλα τα πράγματα γύρω του τώρα δεν ήταν σκοτεινά, αλλά ασαφή· ενώ αυτός ο ίδιος βρισκόταν σ’ έναν γκρίζο θολό κόσμο, ολομόναχος, σαν ένας μικρός μαύρος συμπαγής βράχος, και το Δαχτυλίδι, που βάραινε τ’ αριστερό του χέρι, ήταν σαν ένας κύκλος καυτό χρυσάφι. Δεν ένιωθε καθόλου αόρατος, αλλά φριχτά και μοναδικά ορατός· και ήξερε πως κάπου ένα Μάτι τον έψαχνε.

Άκουγε την πέτρα να ραγίζει και το νερό να μουρμουρίζει μακριά στην Κοιλάδα Μόργκουλ· και κάτω βαθιά μέσα στο βράχο τη χοχλακιστή αγωνία της Σέλομπ, που ψαχούλευε, χαμένη σε κάποιο αδιέξοδο· και φωνές στα μπουντρούμια του πύργου· και τις φωνές των Ορκ καθώς έβγαιναν απ’ τη στοά· και, σε σημείο που να τον ξεκουφαίνουν και να βουίζουν τ’ αυτιά του, το ποδοβολητό και τη χλαλοή των Ορκ μπροστά του. Ζάρωσε στο βράχο. Αυτοί όμως συνέχισαν την πορεία τους σαν φάλαγγα φαντασμάτων, γκρίζες παραμορφωμένες μορφές τυλιγμένες στην ομίχλη, όνειρα φόβου μονάχα με χλωμές φλόγες στα χέρια. Και τον προσπέρασαν. Αυτός ήταν μαζεμένος απ’ το φόβο του, προσπαθώντας να συρθεί και να φύγει σε κάποια χαραματιά και να κρυφτεί.

Έστησε αυτί. Οι Ορκ από τη στοά και οι άλλοι που κατηφόριζαν είδαν οι μεν τους δε και τώρα και οι δύο ομάδες προχώρησαν γρηγορότερα και φώναζαν. Άκουγε και τις δύο ομάδες καθαρά και καταλάβαινε τι έλεγαν. Ίσως το Δαχτυλίδι να του έδινε τη δύναμη να καταλαβαίνει άλλες γλώσσες, ή απλώς τη δύναμη να καταλαβαίνει, ιδιαίτερα τους υπηρέτες του Σόρον του κατασκευαστή του, έτσι ώστε, αν έδινε προσοχή, καταλάβαινε και μπορούσε να μεταφράσει τη σκέψη τους στον εαυτό του. Οπωσδήποτε το Δαχτυλίδι είχε αυξηθεί σε δύναμη καθώς πλησίαζε τα μέρη που φτιάχτηκε· ένα όμως πράγμα δεν έδινε: κουράγιο. Για την ώρα ο Σαμ εξακολουθούσε να σκέπτεται πώς να κρυφτεί, να μη φαίνεται, ώσπου όλα να ησυχάσουν ξανά· κι άκουγε ανήσυχος. Δεν μπορούσε να υπολογίσει σε τι απόσταση βρίσκονταν οι φωνές, τα λόγια ακούγονταν σχεδόν μέσα στ’ αυτιά του.

— Εε! Γκόρμπαγκ! Τι κάνεις εδώ πάνω; Βαρέθηκες κιόλας τον πόλεμο;

— Διαταγές, ζωντόβολο. Κι εσύ τι κάνεις, Σαγκράτ; Βαρέθηκες να παραμονεύεις εκεί πάνω; Σκέφτεσαι να κατεβείς κάτω να πολεμήσεις;

— Τις διαταγές στην κούτρα σου. Εγώ διατάζω σ’ αυτό το πέρασμα. Λοιπόν, μίλα καλά. Τι έχεις ν’ αναφέρεις;

— Τίποτα.

— Χάι, χάι! Όι!

Μια κραυγή έκοψε τη συζήτηση των αρχηγών. Οι Ορκ που βρίσκονταν χαμηλότερα, είχαν δει ξαφνικά κάτι. Άρχισαν να τρέχουν. Το ίδιο και οι άλλοι.

— Χάι! Εδώ! Έχει κάτι! Πεσμένο στο δρόμο. Κατάσκοπος, κατάσκοπος!

Ούρλιαξαν θυμωμένα τα βούκινα κι ακούστηκε πανδαιμόνιο από φωνές.

Μ’ ένα τρομερό τίναγμα ο Σαμ ξέχασε το φόβο του. Είχαν δει τον κύριό του. Τι θα έκαναν; Είχε ακούσει διαδόσεις για τους Ορκ που πάγωναν το αίμα. Δεν το άντεχε αυτό. Πετάχτηκε όρθιος. Πέταξε την Αποστολή και όλες του τις αποφάσεις στο βρόντο και μαζί τους το φόβο και τις αμφιβολίες του. Ήξερε τώρα ποια ήταν, τώρα και πάντα, η θέση του: στο πλευρό του κυρίου του, αν και το τι θα έκανε εκεί δεν ήξερε. Ξανακατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και κατηφόρισε το μονοπάτι προς το Φρόντο.

«Πόσοι είναι; σκέφτηκε. Τριάντα με σαράντα τουλάχιστον από τον πύργο και πολλοί περισσότεροι από κάτω, φαντάζομαι. Πόσους μπορώ να σκοτώσω πριν με φάνε; Θα δούνε τη φλόγα του σπαθιού μόλις το τραβήξω και θα με σκοτώσουν αργά ή γρήγορα. Αναρωτιέμαι αν κανένα τραγούδι θα πει: Πώς έπεσε ο Σάμγουάιζ στο Ψηλό Πέρασμα κι έκανε έναν τοίχο πτώματα γύρω από τον κύριό του. Όχι, όχι τραγούδι. Φυσικά όχι, γιατί θα βρεθεί το Δαχτυλίδι και δε Θα ’χει πια άλλα τραγούδια. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Η θέση μου είναι στο πλευρό του κυρίου Φρόντο. Πρέπει να το καταλάβουν αυτό — ο Έλροντ και το Συμβούλιο και οι μεγάλοι Άρχοντες και Αρχόντισσες με όλη τους τη σοφία. Τα σχέδιά τους πήγαν στραβά. Εγώ δεν μπορώ να είμαι ο Δαχτυλιδοκουβαλητής τους. Όχι, χωρίς τον κύριο Φρόντο.