Αλλά οι Ορκ δε φαίνονταν πια στα θαμπωμένα μάτια του. Δεν είχε καιρό να σκεφτεί τον εαυτό του, αλλά τώρα κατάλαβε πως ήταν κουρασμένος, τελείως εξαντλημένος σχεδόν: τα πόδια του δεν τον πήγαιναν όπως ήθελε. Προχωρούσε πολύ αργά. Το μονοπάτι φαινόταν ατέλειωτο. Πού είχαν πάει όλοι τους στη θολούρα;
Να τοι πάλι! Αρκετά μακριά ακόμα. Μια ομάδα μορφές ολόγυρα από κάτι ξαπλωμένο στη γη· μερικοί φαίνονταν να πηγαίνουν πέρα δώθε, σαν σκύλοι που ακολουθούν κάποιο ίχνος. Προσπάθησε να τρέξει περισσότερο.
— Έλα, Σαμ! είπε, ειδαλλιώς θα φτάσεις πολύ αργά πάλι. Ξέσφιξε το σπαθί στη θήκη του. Σ’ ένα λεπτό θα το τραβούσε κι ύστερα...
Έγινε μεγάλος σαματάς, κοροϊδίες και γέλια καθώς σήκωσαν κάτι από τη γη.
— Όπα! Όπα! Ψηλά! Ψηλά! Ύστερα μια φωνή βροντοφώναξε:
— Δρόμο τώρα! Απ’ το μονοπάτι που κόβει δρόμο. Πίσω στην Υπόγεια Πύλη! Δεν πρόκειται να μας ενοχλήσει αυτή απόψε, αν κρίνουμε απ’ αυτά εδώ.
Όλη η ομάδα των Ορκ άρχισε να κινείται. Τέσσερις στη μέση κουβαλούσαν ένα σώμα ψηλά στους ώμους τους.
— Όπα!
Είχαν πάρει το σώμα του Φρόντο. Έφευγαν. Δεν μπορούσε να τους προλάβει. Όμως συνέχισε ν’ αγκομαχάει. Οι Ορκ έφτασαν στη στοά κι άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Αυτοί με το φορτίο πέρασαν μέσα πρώτοι και πίσω τους οι υπόλοιποι με σπρωξιές κι αγκωνιές. Ο Σαμ ακολουθούσε. Τράβηξε το σπαθί, ένα γαλαζωπό φως στο τρεμάμενο χέρι του, αλλά δεν το είδαν. Μόλις πλησίασε λαχανιασμένος, χάθηκε κι ο τελευταίος στη μαύρη τρύπα.
Για μια στιγμή στάθηκε με κομμένη την ανάσα, κρατώντας το στήθος του. Ύστερα πέρασε το μανίκι του στο πρόσωπο του, σκουπίζοντας τη σκόνη, τον ιδρώτα και τα δάκρυα.
— Κατάρα στους βρομερούς! είπε και όρμησε ξοπίσω τους στο σκοτάδι.
Τώρα πια δεν του φαινόταν πολύ σκοτεινά στη στοά, τώρα έμοιαζε λες και είχε περάσει από ψιλή καταχνιά σε πυκνότερη ομίχλη. Η κούρασή του μεγάλωνε, αλλά η θέλησή του γινόταν όλο και πιο ατσάλινη. Του φάνηκε πως μπορούσε να δει το φως απ’ τους δαυλούς λίγο πιο μπροστά, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να τους φτάσει. Οι Ορκ προχωρούν γρήγορα στις στοές κι αυτή εδώ τη στοά την ήξεραν καλά· γιατί, παρ’ όλο που υπήρχε η Σέλομπ, ήταν αναγκασμένοι να τη χρησιμοποιούν συχνά, γιατί ήταν ο συντομότερος δρόμος από τη Νεκρή Πόλη ως τα βουνά. Δεν ήξεραν σε ποια μακρινή εποχή η κυρίως στοά και η μεγάλη στρογγυλή σπηλιά είχαν κατασκευαστεί, που η Σέλομπ, σε περασμένους αιώνες είχε εγκατασταθεί· αλλά κι αυτοί οι ίδιοι είχαν ανοίξει πολλά παραδρομάκια κι απ’ τις δύο πλευρές για να ξεφεύγουν τη φωλιά της καθώς κυκλοφορούσαν, εκτελώντας τις παραγγελίες των αφεντάδων τους. Απόψε δε σκόπευαν να πάνε πολύ βαθιά, αλλά βιάζονταν να βρουν ένα μικρότερο πέρασμα που οδηγούσε πίσω στον πύργο τους στο βράχο. Οι πιο ψηλοί ήταν καταχαρούμενοι, κατενθουσιασμένοι με ό,τι είχαν βρει και δει και καθώς έτρεχαν μιλούσαν μπερδεύοντας τα λόγια τους και φλυαρώντας στη γλώσσα τους. Ο Σαμ άκουγε το σαματά απ’ τις στριγκές φωνές τους, παράφωνο και σκληρό στο νεκρό αέρα, και μπορούσε να ξεχωρίσει δυο φωνές ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες: ήταν πιο δυνατές και πιο κοντά σ’ αυτόν. Οι αρχηγοί των δύο ομάδων πήγαιναν τελευταίοι κατά τα φαινόμενα, λογομαχώντας καθώς προχωρούσαν.
— Δεν μπορείς να κάνεις το μπουλούκι σου να ησυχάσει, Σαγκράτ; έγρουξε ο ένας. Μην πλακώσει η Σέλομπ.
— Πες το εσύ, Γκόρμπαγκ! Οι δικοί σου κάνουν την πιο πολλή φασαρία, είπε ο άλλος. Άσ’ τα παιδιά να παίξουν! Δε νομίζω πως χρειάζεται να στεναχωριόμαστε για τη Σέλομπ, για την ώρα. Φαίνεται πως έκατσε σε κανένα καρφί κι εμείς δε θα κλάψουμε γι’ αυτό. Δεν είδες: όλες εκείνες τις απαίσιες βρομιές ως εκείνη την καταραμένη της τρύπα; Αν το σταματήσαμε μια φορά, το σταματήσαμε εκατό. Άσ’ τους, λοιπόν, να γελάνε. Κι είχαμε και λίγη τύχη επιτέλους: βρήκαμε κάτι που θέλουν στο Λουγκμπούρτζ.
— Στο Λουγκμπούρτζ το θέλουν, ε; Τι να ’ναι άραγε; Μοιάζει Ξωτικό, αλλά είναι λειψό στο μπόι. Τι σόι κίνδυνος να ’ναι;
— Δεν ξέρω πριν του ρίξουμε μια ματιά.
— Οχό! Δηλαδή δε σου ’χουν πει τι να περιμένεις; Δε μας τα λένε όλα όσα ξέρουν, έτσι; Ούτε τα μισά. Αλλά μπορεί να κάνουν λάθη, ακόμα κι Αυτοί στην Κορφή κάνουν.
— Σς, Γκόρμπαγκ!
Η φωνή του Σαγκράτ χαμήλωσε τόσο που, ακόμα και με την παράξενα οξυμένη ακοή του, ο Σαμ μόλις και μετά βίας μπορούσε ν’ ακούσει.
— Μπορεί να κάνουν, άλλά έχουν μάτια κι αυτιά παντού· και σίγουρα και μέσα στους δικούς μου. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία, κάτι τους ανησυχεί. Οι Νάζγκουλ είναι ανήσυχοι, κατά τα λεγόμενά σου· το ίδιο και στο Λουγκμπούρτζ. Κάτι παραλίγο να τους ξεγλιστρήσει.