Выбрать главу

— Παραλίγο; Μη μου το λες! είπε ο Γκόρμπαγκ.

— Εντάξει, είπε ο Σαγκράτ, αλλά θα μιλήσουμε γι’ αυτό αργότερα. Περίμενε να φτάσουμε στο Αποκάτω-Πέρασμα. Εκεί έχει ένα μέρος που μπορούμε να κουβεντιάσουμε λιγάκι, όσο τα παιδιά θα προχωρούν.

Σε λίγο ο Σαμ είδε τους δαυλούς να εξαφανίζονται. Ύστερα ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος και, εκεί που έκανε να βιαστεί, ένα γκαπ. Από όσο μπορούσε να μαντέψει, οι Ορκ είχαν στρίψει και είχαν μπει σ’ εκείνο το άνοιγμα που ο Φρόντο κι αυτός είχαν μπει και το είχαν βρει αδιέξοδο. Κι εξακολουθούσε να είναι αδιέξοδο.

Φαινόταν να υπάρχει μια μεγάλη πέτρα μες στη μέση, οι Ορκ όμως είχαν με κάποιον τρόπο περάσει, γιατί μπορούσε ν’ ακούσει τις φωνές τους από την άλλη μεριά. Εξακολουθούσαν να τρέχουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βουνό, επιστρέφοντας στον πύργο. Ο Σαμ απελπίστηκε. Έπαιρναν το σώμα του κυρίου του για κάποιο βρομερό σκοπό κι αυτός δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Χτυπούσε κι έσπρωχνε το εμπόδιο, έπεφτε ολόκληρος πάνω του, αλλά δεν υποχωρούσε. Ύστερα, όχι πολύ βαθιά, ή έτσι νόμισε, άκουσε τις φωνές των δύο καπεταναίων που κουβέντιαζαν ξανά. Στάθηκε ακίνητος κι άκουγε για λίγο, ελπίζοντας μήπως μάθει τίποτα χρήσιμο. Ίσως ο Γκόρμπαγκ, που κατά τα φαινόμενα προερχόταν απ’ τη Μίνας Μόργκουλ, να έβγαινε έξω, κι έτσι να τα κατάφερνε να ξεγλιστρήσει αυτός μέσα.

— Όχι, δεν ξέρω, είπε η φωνή του Γκόρμπαγκ. Τα μηνύματα πηγαινοέρχονται πιο γρήγορα κι απ’ το πέταγμα των πουλιών, κατά κανόνα. Εγώ όμως δε γυρεύω να μάθω πώς γίνεται. Πιο σίγουρα έτσι. Μπρρ! Εκείνοι οι Νάζγκουλ κάνουν τις τρίχες μου να στέκονται όρθιες. Σε τσουρουφλίζουν μόλις και σε κοιτάξουν απ’ τη μια μεριά και σ’ αφήνουν καταπαγωμένο και σκοτεινό από την άλλη. Αλλά Του αρέσουν είναι οι ευνοούμενοι Του αυτές τις μέρες, έτσι δε χάνω τον καιρό μου μουρμουρίζοντας. Πάντως, άκου με κι εμένα, δεν είναι παίξε γέλασε να υπηρετείς κάτω στην πόλη.

— Θα ’πρεπε να δοκιμάσεις να μείνεις εδώ πάνω με τη Σέλομπ για παρέα, είπε ο Σαγκράτ.

— Θα προτιμούσα κάπου, που να μην υπάρχει κανείς από δαύτους. Τώρα, όμως, άρχισε ο πόλεμος κι όταν τελειώσει μπορεί τα πράγματα να ’ναι καλύτερα.

— Λένε πως πάει καλά.

— Αυτό θα ’λεγαν, έτσι κι αλλιώς, γρύλισε ο Γκόρμπαγκ. Θα δούμε. Αλλά πάντως, αν πάει καλά, θα ’χουμε πολύ περισσότερο χώρο. Τι θα ’λεγες; — αν βρούμε την ευκαιρία εσύ κι εγώ να την κοπανήσουμε και να λημεριάσουμε κάπου μόνοι μας με μερικά έμπιστα παλικάρια, κάπου με καλό πλιάτσικο, ωραίο κι εύκολο, δίχως μεγάλα αφεντικά.

— Α! είπε ο Σαγκράτ. Σαν τον παλιό καλό καιρό.

— Ναι, είπε ο Γκόρμπαγκ. Αλλά μην κάνεις όνειρα. Έχω πολλές αμφιβολίες. Όπως σου ξανάπα, τα Μεγάλα Αφεντικά, ναι — ή φωνή του έγινε ψίθυρος σχεδόν -, ναι, ακόμα κι ο πιο Μεγάλος μπορεί να κάνει λάθη. Είπες πως κάτι παραλίγο να ξεγλιστρήσει. Εγώ όμως λέω πως κάτι έχει ξεγλιστρήσει. Και πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Πάντα οι φτωχοί Ουρούκ την πληρώνουν και δίχως ένα ευχαριστώ. Αλλά μην ξεχνάς: οι εχθροί δε μας αγαπούν περισσότερο απ’ ό,τι αγαπούν Αυτόν κι αν Τον πάρουν από κάτω, πάμε κι εμείς. Αλλά πότε πήρες διαταγή να βγεις έξω;

— Κάπου μια ώρα πριν, λίγο πριν μας δεις. Ήρθε μήνυμα: Οι Νάζγκουλ ανήσυχοι. Φόβος κατασκόπων στις Σκάλες. Διπλασιάστε την επαγρύπνηση. Περιπολείτε τις Σκάλες. Βγήκα αμέσως.

— Άσχημη υπόθεση, είπε ο Γκόρμπαγκ. Να... οι δικοί μας Σιωπηλοί Φρουροί ήταν ανήσυχοι πριν δυο μέρες ή περισσότερο, αυτό το ξέρω. Αλλά δεν ήρθε διαταγή να βγει περίπολος παρά την άλλη μέρα, ούτε έστειλαν μήνυμα στο Λουγκμπούρτζ επειδή είχε σηκωθεί το Μεγάλο Σινιάλο και ο Μεγάλος Νάζγκουλ έφευγε για τον πόλεμο κι όλα τα σχετικά. Κι ύστερα δεν μπορούσαν να κάνουν το Λουγκμπούρτζ να δώσει προσοχή για αρκετό καιρό, λέει.

— Το Μάτι ήταν αλλού απασχολημένο, φαντάζομαι, είπε ο Σαγκράτ. Γίνονται, λέει, μεγάλα πράματα πέρα μακριά στη δύση.

— Δεν αμφιβάλλω, γρύλισε ο Γκόρμπαγκ. Στο μεταξύ όμως εχθροί έχουν ανεβεί τις Σκάλες. Κι εσύ τι έκανες; Υποτίθεται πως φυλάς, έτσι δεν είναι; είτε είχες ειδικές εντολές είτε όχι. Γιατί σ’ έχουνε;

— Αρκετά! Δε θα μου μάθεις εσύ τη δουλειά μου. Είμαστε ξυπνητοί με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το ξέραμε πως κάτι έτρεχε. Παράξενα πράγματα.

— Πολύ παράξενα!

— Ναι, πολύ παράξενα: φώτα και φωνές κι άλλα. Αλλά η Σέλομπ είχε βγει κυνήγι. Οι άντρες μου είδαν αυτή και το Μουλωχτό της.

— Το Μουλωχτό της; Τι είναι αυτό;

— Πρέπει να το ’χεις δει, ένα μαύρο κοκαλιάρικο πλάσμα· ίδιο αράχνη ή μάλλον σαν ξελιγωμένο βατράχι. Έχει ξανάρθει εδώ. Την πρώτη φορά βγήκε απ’ το Λουγκμπούρτζ, χρόνια τώρα, και ειδοποιηθήκαμε από Ψηλά να τ’ αφήσουμε να περάσει. Έχει ξανανέβει τις Σκάλες από τότε μια δυο φορές, αλλά δεν το πειράξαμε. Φαίνεται πως έχει κάνει κάποια συμφωνία με τη Μεγαλειότητά Της. Φαντάζομαι πως δεν τρώγεται: γιατί αυτηνής δεν της καίγεται καρφί για τις διαταγές από Ψηλά. Αλλά μαύρη σκοπιά φυλάτε στην κοιλάδα!... Το πλάσμα αυτό ανέβηκε εδώ μια μέρα πριν αρχίσει όλη αυτή η ιστορία. Το είδαμε νωρίς χτες το βράδυ. Πάντως οι άντρες μου ανέφεραν πως η Μεγαλειότητά Της είχε διασκέδαση κι αυτό μου ήταν υπεραρκετό, ώσπου ήρθε το μήνυμα. Νόμιζα πως ο Μουλωχτός της τής είχε φέρει κάποιο παιχνιδάκι, ή πως εσείς της είχατε στείλει κανένα πεσκέσι, κάποιον αιχμά ωτο ή κάτι τέτοιο. Εγώ δεν ανακατεύομαι, όταν αυτή διασκεδάζει. Τιποτα δεν της ξεφεύγει της Σέλομπ όταν βγει κυνήγι.