Εκεί όπως το κοίταζε όμως, τα εξασκημένα αυτιά του έπιασαν θορύβους στο δάσος κάτω, στη δυτική πλευρά του Ποταμού. Πέτρωσε. Ακούστηκαν φωνές κι ανάμεσά τους μπορούσε να ξεχωρίσει με φρίκη τις τραχιές φωνές των Ορκ. Τότε ξαφνικά αντήχησε το βροντερό σάλπισμα ενός μεγάλου βούκινου, που η φωνή του χτυπούσε στους λόφους, αντιλαλούσε στις κοιλάδες κι ανέβαινε σαν ένα πανίσχυρο κάλεσμα, δυνατότερο κι απ’ το μούγκρισμα του καταρράχτη.
— Το βούκινο του Μπορομίρ! φώναξε. Βρίσκεται σε κίνδυνο! Όρμησε τρέχοντας απ’ τις σκάλες στο μονοπάτι κατεβαίνοντας με μεγάλα πηδήματα.
— Αλίμονο! Κακοτυχιά που με βρήκε σήμερα. Ό,τι κι αν κάνω πάει στραβά. Πού είναι ο Σαμ;
Όπως έτρεχε, οι φωνές δυνάμωναν, αλλά το βούκινο τώρα καλούσε όλο και πιο ξέψυχα κι απελπισμένα. Άγριες και στριγκές ακούγονταν οι φωνές των Ορκ και ξαφνικά τα σαλπίσματα σταμάτησαν. Ο Άραγκορν κατηφόρισε τρέχοντας στην τελευταία πλαγιά, αλλά πριν φτάσει στα ριζά του λόφου οι φωνές ξεψύχησαν· κι όταν έστριψε αριστερά κι έτρεξε καταπάνω τους, απομακρύνθηκαν, ώσπου τέλος δεν μπορούσε να τις ακούσει πια. Τράβηξε το αστραφτερό σπαθί του και, φωνάζοντας Έλεντιλ! Έλεντιλ!, όρμησε μέσα στα δέντρα.
Σ’ ένα μίλι περίπου απόσταση από το Παρθ Γκάλεν, σ’ ένα μικρό ξέφωτο, όχι μακριά απ’ τη λίμνη, βρήκε τον Μπορομίρ. Καθόταν με την πλάτη του ακουμπισμένη σ’ ένα μεγάλο δέντρο, λες και ξαπόσταινε. Αλλά ο Άραγκορν είδε πως ήταν τρυπημένος από πολλά μαυρόφτερα βέλη· το σπαθί του ήταν ακόμα στο χέρι του, σπασμένο όμως κοντά στη λαβή· το βούκινό του, κομμένο στα δύο, ήτανε πλάι του. Πολλοί Ορκ ήταν πεσμένοι κάτω νεκροί, σωριασμένοι γύρω του και στα πόδια του.
Ο Άραγκορν γονάτισε δίπλα του. Ο Μπορομίρ άνοιξε τα μάτια του κι αγωνίστηκε να μιλήσει. Τέλος, αργές λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα του:
— Προσπάθησα να πάρω το Δαχτυλίδι από το Φρόντο, είπε. Λυπάμαι. Πλήρωσα.
Η ματιά του πήγε στους πεσμένους εχθρούς του· είκοσι τουλάχιστον κείτονταν εκεί.
— Πάνε τα Μικρούλια: οι Ορκ τα πήραν. Νομίζω πως δεν είναι νεκρά. Οι Ορκ τα ’δεσαν.
Σταμάτησε και τα μάτια του έκλεισαν κουρασμένα. Έπειτα από μια στιγμή ξαναμίλησε;
— Έχε γεια, Άραγκορν! Πήγαινε στη Μίνας Τίριθ και σώσε το λαό μου! Εγώ απέτυχα.
— Όχι! είπε ο Άραγκορν, πιάνοντάς του το χέρι και φιλώντας το μέτωπό του, Έχεις νικήσει. Ελάχιστοι έχουν κερδίσει τέτοια νίκη. Ειρήνευε! Η Μίνας Τίριθ δε θα πέσει!
Ο Μπορομίρ χαμογέλασε.
— Προς τα πού πήγαν; Ήταν κι ο Φρόντο μαζί; είπε ο Άραγκορν. Αλλά ο Μπορομίρ δε μίλησε πια.
— Αλίμονο! είπε ο Άραγκορν. Έτσι φεύγει ο διάδοχος του Μένεθορ, Άρχοντα του Πύργου της Φρουράς! Πικρό τέλος. Τώρα η Ομάδα διαλύθηκε. Κι είμαι εγώ που απέτυχα. Μάταιη ήταν η εμπιστοσύνη του Γκάνταλφ σε μένα. Τι θα κάνω τώρα; Ο Μπορομίρ μού ανέθεσε να πάω στη Μίνας Τίριθ και αυτό επιθυμεί κι η καρδιά μου· αλλά πού είναι το Δαχτυλίδι κι ο Κουβαλητής; Πώς θα τους βρω και θα σώσω την Αποστολή απ’ την καρασχροφή;
Γονάτισε για λίγο, σκυφτός από το κλάμα, σφίγγοντας ακόμα το χέρι του Μπορομίρ. Κι έτσι τον βρήκαν ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι. Ήρθαν απ’ τις δυτικές πλαγιές του λόφου, σιωπηλά, γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα, λες και είχαν βγει κυνήγι. Ο Γκίμλι κρατούσε το πελέκι του στο χέρι κι ο Λέγκολας το μακρύ του μαχαίρι: όλα του τα βέλη τα είχε ξοδέψει. Όταν έφτασαν στο ξέφωτο στάθηκαν κατάπληκτοι· ύστερα έμειναν για λίγο με τα κεφάλια σκυμμένα απ’ τη λύπη, γιατί έβλεπαν καθαρά τι είχε συμβεί.
— Αλίμονο! είπε ο Λέγκολας, πηγαίνοντας στο πλευρό του Άραγκορν. Κυνηγήσαμε και σκοτώσαμε πολλούς Ορκ στο δάσος, αλλά θα ήμασταν πιο χρήσιμοι εδώ. Ήρθαμε σαν ακούσαμε το βούκινο — αλλά πολύ οργά, όπως φαίνεται. Φοβάμαι πως ήσαστε θανάσιμα τραυματισμένοι.
— Ο Μπορομίρ είναι νεκρός, είπε ο Άραγκορν. Εγώ δεν έχω ούτε γρατσουνιά, γιατί δεν ήμουν εδώ μαζί του. Έπεσε υπερασπίζοντας τους χόμπιτ, ενώ εγώ ήμουν μακριά στο λόφο.
— Τους χόμπιτ! φώναξε ο Γκίμλι. Πού ’ν’ τοι; Πού ’ναι ο Φρόντο;
— Δεν ξέρω. απάντησε ο Άραγκορν κουρασμένα. Πριν πεθάνει ο Μπορομίρ μού είπε πως οι Ορκ τούς είχαν δέσει· αλλά δε νόμιζε πως ήταν νεκροί. Τον έστειλα ν’ ακολουθήσει το Μέρι και τον Πίπιν αλλά δεν τον ρώτησα αν ο Φρόντο και ο Σαμ ήταν μαζί του· το θυμήθηκα πολύ αργά. Όλα όσα έκανα σήμερα πήγαν στραβά. Τι πρέπει να κάνουμε τώρα;
— Πρώτα πρώτα πρέπει να φροντίσουμε το νεκρό, είπε ο Λέγκολας. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ σαν ψοφίμι ανάμεσα σ’ αυτούς τους βρομερούς Ορκ.
— Αλλά πρέπει να κάνουμε γρήγορα, είπε ο Γκίμλι. Ούτε κι αυτός δε θα ’θελε να καθυστερήσουμε. Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τους Ορκ, αν υπάρχει ελπίδα πως κάποιοι απ’ την Ομάδα μας είναι ζωντανοί κι αιχμάλωτοι.