Έριξε λίγα ξύλα στη φωτιά και σωριάστηκε πλάι της.
— Λίγες μόνο ώρες πριν δεν είχες καμιά διάθεση να καβαλήσεις άλογο του Ρόαν, γέλασε ο Λέγκολας. Μου φαίνεται πως πας να γίνεις καβαλάρη ς.
— Δε μου φαίνεται και πολύ πιθανό πως θα βρω την ευκαιρία, είπε ο Γκίμλι.
— Αν θέλετε να μάθετε τι σκέφτομαι, ξανάρχισε σε λίγο, νομίζω πως ήταν ο Σάρουμαν. Ποιος άλλος; Θυμηθείτε τα λόγια του Έομερ: πηγαίνει εδώ κι εκεί σαν γεράκος με μανδύα και κουκούλα. Αυτά ήταν τα λόγια του. Έφυγε με τ’ άλογα μας ή τα τρόμαξε και φύγανε· κι εμείς μείναμε δω. Θα μας βρουν κι άλλοι μπελάδες, να θυμάστε τα λόγια μου!
— Θα τα θυμάμαι, είπε ο Άραγκορν. Αλλά θυμάμαι κιόλας πως ο γέρος δε φορούσε κουκούλα. Πάντως δεν αμφιβάλλω πως μαντεύεις σωστά και πως βρισκόμαστε σε κίνδυνο εδώ, νύχτα ή μέρα. Όμως, τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε, παρά μονάχα να ξεκουραστούμε, όσο μπορούμε. Θα φυλάξω εγώ σκοπός για λίγο τώρα, Γκίμλι. Μου χρειάζεται περισσότερο να σκεφτώ παρά να κοιμηθώ.
Η νύχτα πέρασε αργά. Ο Λέγκολας ακολούθησε τον Άραγκορν κι ο Γκίμλι το Λέγκολας και οι σκοπιές τους τέλειωσαν. Αλλά τίποτα δεν έγινε. Ο γέρος δεν ξαναφάνηκε ούτε τ’ άλογα γύρισαν πίσω.
Κεφάλαιο III
ΟΙ ΟΥΡΟΥΚ-ΧΑΪ
Ο Πίπιν έβλεπε ένα σκοτεινό και ταραγμένο όνειρο: του φαινόταν πως μπορούσε ν’ ακούσει τη μικρή φωνή του ν’ αντηχεί σε μαύρες στοές, φωνάζοντας Φρόντο, Φρόντο! Αλλά αντί για το Φρόντο εκατοντάδες απαίσια πρόσωπα Ορκ τον κορόιδευαν μέσ’ απ’ τις σκιές κι εκατοντάδες χέρια άπλωναν να τον αρπάξουν από παντού. Πού ήταν ο Μέρι;
Ξύπνησε. Κρύος αγέρας φυσούσε στο πρόσωπό του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Έφτανε το βράδυ κι ο ουρανός από πάνω θάμπωνε. Γύρισε κι ανακάλυψε πως τ’ όνειρο ήταν ελάχιστα χειρότερο απ’ το ξύπνημα. Οι καρποί των χεριών του, τα πόδια κι οι αστράγαλοι του ήταν δεμένοι με σκοινιά. Δίπλα του ήταν ξαπλωμένος ο Μέρι κάτωχρος, μ’ ένα βρόμικο κουρέλι δεμένο στο μέτωπο του. Παντού γύρω τους στέκονταν ή κάθονταν μια μεγάλη ομάδα από Ορκ.
Αργά στο πονεμένο κεφάλι του Πίπιν οι αναμνήσεις συναρμολογήθηκαν και ξεχώρισαν απ’ τις ονειροσκιές. Βέβαια: αυτός κι ο Μέρι είχαν τρέξει στο δάσος. Τι τους είχε πιάσει; Γιατί είχαν τρέξει έτσι, χωρίς να δώσουν σημασία στο Γοργοπόδαρο; Είχαν τρέξει πολύ φωνάζοντας — δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσο μακριά ή πόση ώρα· και τότε ξαφνικά είχαν πέσει καταμεσής σε μια ομάδα Ορκ: αυτοί είχαν σταθεί κι αφουγκράζονταν και δεν πήραν είδηση το Μέρι και τον Πίπιν, παρά μόνο όταν έπεσαν σχεδόν στην αγκαλιά τους. Τότε έβαλαν τις φωνές και ντουζίνες άλλοι Ορκ ξεπετάχτηκαν απ’ τα δέντρα. Ο Μέρι κι αυτός είχαν τραβήξει τα σπαθιά τους, αλλά οι Ορκ δεν ήθελαν να πολεμήσουν κι είχαν μόνο προσπαθήσει να τους πιάσουν, ακόμα κι όταν ο Μέρι τούς είχε κόψει αρκετά χέρια. Τον καλό το γερο-Μέρι!
Τότε, ανάμεσα απ’ τα δέντρα, είχε ξεπεταχτεί ο Μπορομίρ. Τους ανάγκασε να πολεμήσουν. Σκότωσε πολλούς και οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια. Αλλά δεν είχαν καλά καλά πάρει το δρόμο του γυρισμού, όταν τους ρίχτηκαν ξανά τουλάχιστον εκατό Ορκ· μερικοί ήταν πολύ μεγάλοι κι έριξαν βροχή τα βέλη: πάντα στον Μπορομίρ. Ο Μπορομίρ σάλπισε με το βούκινό του, ώσπου τα δάση αντιλάλησαν και στην αρχή οι Ορκ φοβήθηκαν και τραβήχτηκαν πίσω· αλλά όταν δεν ήρθε καμιά απάντηση, εκτός απ’ τον αντίλαλο, έκαναν ακόμα πιο άγρια επίθεση. Ο Πίπιν δε θυμόταν πολύ περισσότερα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ο Μπορομίρ ακουμπισμένος σ’ ένα δέντρο να τραβάει από πάνω του ένα βέλος· κι ύστερα τον πλάκωσε απότομη σκοτεινιά.
— Φαντάζομαι θα με χτύπησαν στο κεφάλι, μονολόγησε. Είναι άραγε πολύ χτυπημένος ο κακόμοιρος ο Μέρι; Τι να ’γινε ο Μπορομίρ; Γιατί δε μας σκότωσαν οι Ορκ; Πού είμαστε και πού πάμε;
Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Ένιωθε παγωμένος κι άρρωστος.
«Μακάρι ο Γκάνταλφ να μην έπειθε τον Έλροντ να μας αφήσει να ’ρθούμε, σκέφτηκε. Μήπως κι έκανα τίποτα καλό; Σκέτη ενόχληση: επιβάτης, αποσκευή. Και τώρα με κλέψανε κι είμαι αποσκευή μονάχα για τους Ορκ. Ελπίζω ο Γοργοπόδαρος ή κάποιος άλλος νά ’ρθει και να μας γυρέψει! Αλλά πρέπει να το ελπίζω; Δε θα γκρεμίσει αυτό όλα τα σχέδια; Αχ, και να μπορούσα να ελευθερωθώ!»
Προσπάθησε λιγάκι, εντελώς μάταια. Ένας απ’ τους Ορκ που καθόταν κοντά γέλασε κι είπε κάτι σ’ ένα σύντροφο του στην απαίσια γλώσσα τους.
— Ξεκουράσου όσο μπορείς, μικρέ ανόητε! είπε ύστερα στον Πίπιν, στην Κοινή Γλώσσα, που την έκανε να ακούγεται σχεδόν τόσο απαίσια, όσο και τη δική του. Ξεκουράσου όσο μπορείς! Θα βρούμε δουλειά για τα πόδια σου σε λίγο. Κι ώσπου να φτάσουμε, θα ευχηθείς να μην τα ’χες.