— Τίποτα! Έτσι λες εσύ; Τα μάτια σου δεν έβλεπαν εκεί πίσω; Εγώ σου λέω πως είμαι πολύ ανήσυχος. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ανέβηκε τις Σκάλες, πέρασε. Έκοψε τα δίχτυα της και βγήκε από την τρύπα. Σκέψου το καλά αυτό!
— Ε, καλά, αλλά τον έπιασε στο τέλος, έτσι;
— Τον έπιασε; Ποιον έπιασε; Αυτόν το μικρούλη; Μα αν ήταν μονάχα αυτός, θα τον είχε πάει στο κελάρι της από νωρίς κι εκεί θα ’ταν τώρα. Κι αν τον ήθελαν στο Λουγκμπούρτζ, θα ’πρεπε εσύ να πας και να τον φέρεις. Σου ’φεξε. Αλλά ήταν παραπάνω από ένας.
Σ’ αυτό το σημείο ο Σαμ άρχισε ν’ ακούει πιο προσεκτικά και κόλλησε το αυτί του στο βράχο.
— Ποιος έκοψε τα σκοινιά που τον είχε δεμένο, Σαγκράτ; Ο ίδιος που έκοψε το δίχτυ. Δεν το είδες; Και ποιος τρύπησε τη Μεγαλειότητά Της; Ο ίδιος, φαντάζομαι. Και πού ’ν’ τος; Πού ’ν’ τος, Σαγκράτ;
Ο Σαγκράτ δεν απάντησε.
— Καλά θα κάνεις να βάλεις το νιονιό σου να σκεφτεί, αν βέβαια έχεις. Δεν είνει υπόθεση για γέλια. Κανείς, ούτε ένας, δεν έχει τρυπήσει τη Σέλομπ ως τώρα, όπως πρέπει πολύ καλά να ξέρεις. Γι αυτό δεν στεναχωριέμαι· αλλά σκέψου... εδώ γύρω τριγυρίζει ελεύθερος κάποιος πιο επικίνδυνος απ’ τον οποιονδήποτε καταραμένο παλικαρά που έχει ποτέ κυκλοφορήσει απ’ τον παλιό κακό καιρό, απ’ τη Μεγάλη Πολιορκία. Κάτι έχει ξεγλιστρήσει.
— Και, λοιπόν, τι είναι; γρύλισε ο Σαγκράτ.
— Απ’ όλα τα σημάδια, Καπετάν Σαγκράτ, θα ’λεγα πως είναι κάποιος μεγαλόσωμος πολεμιστής, Ξωτικό το πιο πιθανό, με ξωτικοσπαθί οπωσδήποτε και μπορεί να ’χει και τσεκούρι· και τριγυρνάει μάλιστα ελεύθερος στην περιοχή σου κι εσύ ούτε που τον έχεις πάρει χαμπάρι. Πολύ παράξενο, μα την αλήθεια!
Ο Γκόρμπαγκ έφτυσε. Ο Σαμ χαμογέλασε αγριωπά ακούγοντας να τον περιγράφουν έτσι.
— Οχ, καημένε, εσύ πάντα τα βλέπεις όλα μαύρα, είπε ο Σαγκράτ. Εσύ μπορείς να εξηγείς τα σημάδια όπως σου αρέσουν, αλλά μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να τα εξηγήσεις. Εγώ πάντως έχω βάλει παντού παρατηρητές και θα τα πιάσω τα πράγματα ένα ένα με τη σειρά. Όταν ρίξω πρώτα μια ματιά σ’ αυτόν που έχουμε πιάσει, τότε θ’ αρχίσω να στεναχωριέμαι για κάτι άλλο.
— Πάντως, εγώ νομίζω πως δε θα βρεις τίποτα σ’ αυτόν το μικρούλη, είπε ο Γκόρμπαγκ. Μπορεί και να μην έχει καμιά σχέση μ’ όλη αυτή τη φασαρία. Γιατί ο μεγάλος με το κοφτερό σπαθί δε φαίνεται να τον είχε περί πολλού... τον παράτησε σύξυλο: το συνηθισμένο κόλπο των Ξωτικών.
— Θα δούμε. Πάμε τώρα! Αρκετά είπαμε. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στον αιχμάλωτο!
— Τι θα τον κάνεις; Μην ξεχνάς πως εγώ τον είδα πρώτος. Αν παίξετε μ’ αυτόν, πρέπει να ’μαστε κι εμείς εκεί, εγώ και τα παλικάρια μου.
— Α, για να σου πω, γρύλισε ο Σαγκράτ. Έχω διαταγές. Και δε συμφέρει ούτε εσένα ούτε μένα να τις παραβούμε. Οποιοσδήποτε κι αν βρεθεί απ’ τη φρουρά να τριγυρνάει χωρίς άδεια, πρέπει να φυλακιστεί στον πύργο. Ο φυλακισμένος πρέπει να γδυθεί. Και λεπτομερειακή περιγραφή κάθε αντικειμένου: ρούχου, όπλου, γράμματος, δαχτυλιδιού ή στολιδιού, να σταλεί στο Λουγκμπούρτζ αμέσως και στο Λουγκμπούρτζ αποκλειστικά. Και ο αιχμάλωτος πρέπει να μείνει σώος και αβλαβής, με ποινή θανάτου για όλα τα μέλη της φρουράς, ώσπου Αυτός να στείλει κάποιον ή να έρθει ο Ίδιος. Η διαταγή είναι ξεκάθαρη και θα την ακολουθήσω πιστά.
— Να τον γδύσετε, ε; είπε ο Γκόρμπαγκ. Δηλαδή δόντια, νύχια, μαλλιά και τα λοιπά;
— Όχι, όχι τέτοια. Είναι για το Λουγκμπούρτζ, σου λέω. Τον θέλουν σώο και αβλαβή.
— Δύσκολο να το καταφέρεις, γέλασε ο Γκόρμπαγκ. Αυτός είναι ψοφίμι από τώρα. Τι τον θέλει το Λουγκμπούρτζ, δεν μπορώ να καταλάβω. Καλύτερα να τον βάζαμε στην κατσαρόλα.
— Ανόητε, έσκουξε ο Σαγκράτ. Μιλάς και κάνεις τον έξυπνο, αλλά είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις, αν κι οι πιο πολλοί τα ξέρουν. Θα ρίξουν εσένα στην κατσαρόλα ή στη Σέλομπ, αν δεν προσέξεις. Ψοφίμι! Αυτά μονάχα ξέρεις για τη Μεγαλειότητά Της; Όταν δένει κάποιον, θέλει κρέας. Δεν τρώει ψόφιο κρέας, ούτε πίνει παγωμένο αίμα. Ο μικρός δεν είναι πεθαμένος!