Ο Σαμ ζαλίστηκε κι αρπάχτηκε απ’ το βράχο. Νόμισε πως όλος ο σκοτεινός κόσμος αναποδογύρισε. Τόσο μεγάλο ήταν το σοκ, που σχεδόν λιποθύμησε, ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να μη χάσει τις αισθήσεις του, μέσα βαθιά του άκουγε: «Ανόητε, δεν είναι νεκρός κι η καρδιά σου το ’ξερε. Μην εμπιστεύεσαι το κεφάλι σου, Σάμγουάιζ, δεν είναι απ’ τα καλύτερα. Φταίει που ποτέ σου δεν έλπιζες πραγματικά. Τώρα τι κάνουμε;» Για την ώρα τίποτα, εκτός απ’ το ν’ ακουμπήσει στον αμετακίνητο βράχο και ν’ ακούει, ν’ ακούει τις απαίσιες φωνές των Ορκ.
— Βέβαια! είπε ο Σαγκράτ. Έχει λογιών λογιών δηλητήρια. Όταν βγει κυνήγι, τους δίνει μονάχα ένα τσιμπηματάκι στο λαιμό και χαλαρώνουν σαν ξεκοκαλιασμένα ψάρια, κι ύστερα τους κάνει ό,τι θέλει. Θυμάσαι το γερο-Ούφτχακ; Τον είχαμε χαμένο πολλές μέρες. Ύστερα τον βρήκαμε σε μια γωνιά. Ήταν κρεμασμένος, αλλά εντελώς ξύπνιος, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Πεθάναμε στα γέλια! Μπορεί και να τον είχε ξεχασμένο, αλλά εμείς ούτε που τον αγγίξαμε... καλύτερα να μην ανακατευόμαστε μαζί Της. Αυτός ο βρομιαράκος θα ξυπνήσει σε λίγες ώρες· και θα ’ναι μια χαρά, εκτός από μια μικρή αδιαθεσία. Ή μάλλον θα είναι, αν τον αφήσουν ήσυχο στο Λουγκμπούρτζ. Και, φυσικά, αν εξαιρέσουμε την αγωνία του πού είναι και τι του συμβαίνει.
— Και τι θα του συμβεί, γέλασε ο Γκόρμπαγκ. Πάντως εμείς μπορούμε να του πούμε μερικές ιστορίες, μιας και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο. Δε φαντάζομαι να έχει ποτέ του επισκεφτεί το όμορφο Λουγκμπούρτζ, γι’ αυτό μπορεί να θέλει να μάθει τι τον περιμένει. Μωρέ, αυτό θα ’ναι πιο διασκεδαστικό απ’ ό,τι νόμιζα. Πάμε!
— Αφού, σου λέω, απαγορεύονται τα παιχνίδια, είπε ο Σαγκράτ. Πρέπει να τον φυλάμε σαν τα μάτια μας, ειδαλλιώς χαθήκαμε!
— Εντάξει! Αλλά αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα ’πιανα και τον μεγάλο που είναι ελεύθερος κι ύστερα θα έστελνα μήνυμα στο Λουγκμπούρτζ. Δε θ’ ακουστεί και πολύ ωραίο να πεις πως έπιασες το γατάκι κι άφησες το γάτο να ξεφύγει.
Οι φωνές άρχισαν ν’ απομακρύνονται. Ο Σαμ άκουσε βήματα να ξεμακραίνουν. Είχε συνέλθει από το σοκ και τώρα τον είχε κυριέψει άγρια μανία.
— Τα ’κανα θάλασσα! ξεφώνισε. Το ’ξερα εγώ. Τώρα τον έπιασαν, οι διαβόλοι! Οι βρομιάρηδες! Ποτέ μην αφήνεις τον κύριό σου, ποτέ, ποτέ: αυτός ήταν ο σωστός κανόνας μου. Και κατά βάθος το ’ξερα. Μακάρι να βρω συγχώρεση. Τώρα πρέπει να γυρίσω κοντά του. Κάπως, με κάποιον τρόπο!
Τράβηξε το σπαθί του ξανά και χτύπησε με τη λαβή του το βράχο, που έβγαλε ένα νεκρό ήχο μόνο. Το σπαθί φεγγοβόλησε όμως τόσο ζωηρά τώρα, που μπορούσε να δει αμυδρά στο φως του. Έκπληκτος πρόσεξε πως ο μεγάλος βράχος είχε το σχήμα βαριάς πόρτας κι ήταν λιγότερο από δυο φορές το μπόι του. Από πάνω υπήρχε ένα σκοτεινό κενό διάστημα ανάμεσα στην κορυφή και στη χαμηλή καμάρα του ανοίγματος. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν εκεί για να σταματάει τη Σέλομπ κι έκλεινε από μέσα με κάποιο μάνταλο ή κλειδαριά, που η πονηρία της δεν το έφτανε. Με όση δύναμη του απόμενε, ο Σαμ πήδηξε και πιάστηκε από την κορυφή, ανέβηκε και πήδηξε μέσα· κι ύστερα άρχισε να τρέχει σαν τρελός με το σπαθί ν’ αστράφτει στο χέρι του. Πήρε μια στροφή κι άρχισε ν’ ανηφορίζει μια περιστροφική στοά.
Τα νέα πως ο κύριός του ήταν ακόμα ζωντανός, τον είχαν ζωογονήσει σε μια τελευταία προσπάθεια, χωρίς να σκέπτεται την κούραση. Δεν μπορούσε να δει τίποτα, μπροστά, γιατί αυτός ο καινούριος διάδρομος γύριζε κι έστριβε συνέχεια· αλλά του φαινόταν πως πλησίαζε τους δύο Ορκ, γιατί οι φωνές τους πλησίαζαν πάλι. Τώρα φαίνονταν να είναι πολύ κοντά.
— Αυτό θα κάνω, έλεγε ο Σαγκράτ θυμωμένα. Θα τον βάλω στο πιο ψηλό δωμάτιο.
— Γιατί; γρύλισε ο Γκόρμπαγκ. Δεν έχεις κελιά κάτω;
— Θα τον βάλω εκεί που δεν υπάρχει κίνδυνος να πάθει τίποτα, σου λέω, απάντησε ο Σαγκράτ. Δεν καταλαβαίνεις; Είναι πολύτιμος. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ’ όλους τους άντρες μου και σε κανέναν απ’ τους δικούς σου· ούτε και σ’ εσένα, όταν σε πιάσει η τρέλα για διασκέδαση. Θα τον πάω εκεί που θέλω εγώ κι εκεί που εσύ δε θα ’ρθεις, αν δε φέρνεσαι μ’ ευγένεια. Πάνω πάνω στην κορφή, σου λέω. Θα ’ναι ασφαλισμένος εκεί.
— Θα ’ναι; είπε ο Σαμ. Ξεχνάτε το μεγάλο Ξωτικο-πολεμιστή που είναι ελεύθερος!
Και μ’ αυτά τα λόγια όρμησε κι έστριψε την τελευταία γωνία, για να διαπιστώσει πως από κάποια παρήχηση της στοάς, ή εξαιτίας της ακοής που του έδινε το Δαχτυλίδι, είχε υπολογίσει λάθος την απόσταση.
Οι δύο σιλουέτες των Ορκ ήταν ακόμα αρκετά μακριά. Τώρα μπορούσε να τις δει, μαύρες και σκυφτές στο κόκκινο φως. Ο διάδρομος πήγαινε ολόισιος τώρα και ανηφορικός· και στο τέλος, ορθάνοιχτες, μεγάλες δίφυλλες πόρτες που οδηγούσαν κατά πάσα πιθανότητα σε βαθιά διαμερίσματα πολύ κάτω απ’ την ψηλή κορφή του πύργου. Οι Ορκ με το φορτίο τους είχαν κιόλας μπει μέσα. Ο Γκόρμπαγκ και ο Σαγκράτ πλησίαζαν την πύλη.