— Αν μ’ άφηναν, θα παρακαλούσες να ’σαι πεθαμένος τώρα. είπε ο άλλος. Θα σ’ έκανα να στριγκλίζεις, απαίσιο ποντίκι.
Έσκυψε πάνω απ’ τον Πίπιν, φέρνοντας τα κιτρινισμένα δόντια του κοντά στο πρόσωπό του. Είχε ένα μαύρο μαχαίρι με μακριά οδοντωτή λεπίδα στο χέρι του.
— Κάτσε ήσυχα, ειδαλλιώς θα σε γαργαλίσω με δαύτο, σφύριξε. Μην τραβάς την προσοχή μας, γιατί μπορεί και να ξεχάσω τις διαταγές. Κατάρα σ’ αυτούς τους Ισενγκαρντιανούς! Uglúk u bagronk sha pushdug Saruman-glob búbhosh skai: κι άρχισε ένα μακρύ μονόλογο στη γλώσσα του που έσβησε σε μουρμουρητά και γρουξίματα.
Τρομοκρατημένος ο Πίπιν έμεινε ακίνητος, αν κι ο πόνος στους καρπούς και στους αστραγάλους του δυνάμωνε κι οι πέτρες από κάτω τού τρυπούσαν την πλάτη. Για να ξεχαστεί, άκουγε με προσοχή όλα όσα μπορούσε ν’ ακούσει. Ακούγονταν πολλές φωνές τριγύρω και, αν κι οι κουβέντες των Ορκ πάντα ακούγονται γεμάτες μίσος και θυμό, ήταν φανερό πως κάποιος καβγάς είχε αρχίσει και αγρίευε.
Ο Πίπιν μ’ έκπληξη διαπίστωσε πως πολλά απ’ την κουβέντα τους του ήταν κατανοητά· πολλοί απ’ τους Ορκ χρησιμοποιούσαν την κοινή γλώσσα. Ήταν φανερό πως βρίσκονταν εκεί μέλη από δυο ή τρεις εντελώς διαφορετικές φυλές και δεν μπορούσαν ο ένας να καταλάβει τη διάλεκτο του άλλου. Είχαν μια άγρια διαφωνία για το τι να κάνουν κόρα: ποιο δρόμο να πάρουν και τι να κάνουν τους αιχμαλώτους.
— Δεν έχουμε ώρα να τους σκοτώσουμε όπως πρέπει, είπε ένας. Δεν έχουμε ώρα για παιχνίδια σ’ αυτό το ταξίδι.
— Κρίμα, είπε κάποιος άλλος. Αλλά γιατί να μην τους σκοτώσουμε στα γρήγορα, να τους σκοτώσουμε τώρα; Είναι καταραμένος μπελάς κι εμείς βιαζόμαστε. Βραδιάζει και πρέπει να ξεκινήσουμε.
— Διαταγές, είπε μια τρίτη φωνή γρυλίζοντας βαθιά. Σκοτώστε όλους τους άλλους, ΟΧΙ όμως τ’ Ανθρωπάκια· πρέπει να τα φέρετε πίσω ΖΩΝΤΑΝΑ, όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Αυτές ήταν οι διαταγές μου.
Τι τα θέλουν; ρώτησαν αρκετές φωνές. Γιατί ζωντανά; Είναι διασκεδαστικά;
Όχι! Άκουσα πως ένα απ’ αυτά έχει κάτι, κάτι που χρειάζεται για τον Πόλεμο, κάποια ξωτικο-συνωμοσία ή κάτι τέτοιο. Πάντως και τα δυο θα τ’ ανακρίνουν.
Αυτό ξέρεις όλο κι όλο; Γιατί να μην τα ψάξουμε και να δούμε τι εχουν; Μπορεί να βρούμε κάτι που να το χρησιμοποιήσουμε για λογαριασμό μας.
Πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες, κορόιδεψε μια φωνή, πιο μαλακή,· αλλά πιο μοχθηρή από τις άλλες. Μπορεί να χρειαστεί να το αναφέρω αυτό. Τους αιχμαλώτους ΔΕΝ πρέπει ούτε να τους ψάξουμε ούτε να πάρουμε τίποτα από πάνω τους: αυτές είναι οι δικές μου διαταγές.
Κι οι δικές μου το ίδιο, είπε η βαθιά φωνή. Ζωντανοί όπως τους πιάσαμε· χωρίς να πάρουμε από πάνω τους τίποτα. Αυτές είναι οι διαταγές μου.
Όχι όμως κι οι δικές μας! είπε μια από τις πρώτες φωνές. Εμείς ήρθαμε όλο το δρόμο απ’ τα Ορυχεία για να σκοτώσουμε και να πάρουμε εκδίκηση για τους δικούς μας. Εγώ θέλω να σκοτώσω κι ύστερα να γυρίσω πίσω στο Βοριά.
Μπορείς να το θέλεις όσο τραβάει η καρδιά σου, είπε η γρυλιστή φωνή. Εγώ είμαι ο Ουγκλούκ. Εγώ διατάζω. Και πάω πίσω στο Ίσενγκαρντ απ’ τον πιο σύντομο δρόμο.
— Ποιος είναι ο αφέντης: Ο Σάρουμαν ή το Μεγάλο Μάτι; είπε η μοχθηρή φωνή. Πρέπει να πάμε αμέσως πίσω στο Λουγκμπούρτζ.
— Αν μπορούσαμε να περάσουμε το Μεγάλο Ποταμό, μπορεί, είπε μια άλλη φωνή. Αλλά δεν υπάρχουν αρκετοί από μας για ν’ αποτολμήσουμε να κατεβούμε ως τις γέφυρες.
— Εγώ πέρασα, είπε η μοχθηρή φωνή. Ένας φτερωτός Νάζγκουλ μάς περιμένει πιο βορινά στην ανατολική όχθη.
— Μπορεί, μπορεί! Κι εσύ θα περάσεις πετώντας με τους αιχμαλώτους μας και θα πάρεις όλη την αμοιβή και τα μπράβο στο Λουγκμπούρτζ. και θα μας αφήσεις εμάς να πάμε με τα πόδια όπως μπορούμε μέσ’ απ’ την Αλογοχώρα. Όχι, δε θα χωρίσουμε. Αυτοί οι τόποι είναι επικίνδυνοι: γεμάτοι επαναστάτες και ληστές.
— Ναι, δεν πρέπει να χωρίσουμε, γρύλισε ο Ουγκλούκ. Εγώ δε σας εμπιστεύομαι μικρόσωμα γουρούνια. Σας πάει τρεις και δύο μακριά απ’ το αχούρι σας. Αν δεν ήμασταν εμείς, θα το ’χατε όλοι σας βάλει στα πόδια. Εμείς είμαστε οι γενναίοι Ουρούκ-χάι! Εμείς σκοτώσαμε το μεγάλο πολεμιστή. Εμείς πιάσαμε τους αιχμάλωτους. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες του Σάρουμαν του Σοφού, του Άσπρου Χεριού: του χεριού που μας δίνει ανθρώπινο κρέας και τρώμε. Ήρθαμε απ το Ίσενγκαρντ, σας οδηγήσαμε εδώ και θα σας πάμε πίσω απ’ το δρόμο που εμείς θα διαλέξουμε. Είμαι ο Ουγκλούκ. Είπα και ελάλησα.
— Λάλησες και με το παραπάνω, Ουγκλούκ, κορόιδεψε η μοχθηρή φωνή. Κι αναρωτιέμαι πώς θα τους φανεί στο Λουγκμπούρτζ. Μπορεί να σκεφτούν πως οι ώμοι του Ουγκλούκ χρειάζεται να ξαλαφρώσουν απ’ το παραφουσκωμένο του κεφάλι. Μπορεί να ρωτήσουν από πού προέρχονται οι παράξενες ιδέες του. Μήπως απ’ το Σάρουμαν; Κι αυτός ποιος νομίζει πως είναι και σηκώνει μπαϊράκι με τα βρομερά του άσπρα εμβλήματα; Μπορεί και να συμφωνήσουν μ’ εμένα, τον Γκρίσνακ, τον έμπιστό τους αγγελιαφόρο· κι εγώ ο Γκρίσνακ λέω αυτό: ο Σάρουμαν είναι βλάκας, ένας βρομερός προδότης βλάκας. Αλλά το Μεγάλο Μάτι τον παρακολουθεί.