— Γουρούνια, ε; Ε, παιδιά! Σας αρέσει να σας λένε γουρούνια οι σκουπιδιάρηδες του βρομερού μάγου; Πάω στοίχημα πως τρώνε κρέατα Ορκ.
Πολλά δυνατά ξεφωνητά στη γλώσσα των Ορκ του απάντησαν κι ακούστηκαν όπλα να τραβιούνται. Προσεχτικά ο Πίπιν γύρισε με το πλάι, ελπίζοντας να δει τι θα γινόταν. Οι φύλακές του είχαν πάει να πάρουν μέρος στον καβγά. Στο μισόφωτο είδε έναν μεγαλόσωμο μαύρο Ορκ, πιθανότατα τον Ουγκλούκ. να στέκεται αντιμέτωπος με τον Γκρίσνακ, ένα κοντό στραβοκάνικο πλάσμα, με πολύ φαρδιές πλάτες και μακριά χέρια που κρέμονταν ως το χώμα σχεδόν. Γύρω τους στέκονταν ένα σωρό μικρότεροι καλικάντζαροι. Ο Πίπιν υπέθεσε πως θα ήταν αυτοί που είχαν έρθει απ’ το Βοριά. Είχαν τραβήξει τα σπαθιά και τα μαχαίρια τους, αλλά δίσταζαν να επιτεθούν στον Ουγκλούκ.
Ο Ουγκλούκ έβγαλε μια φωνή και κάμποσοι άλλοι Ορκ, σχεδόν στο μπόι του, έτρεξαν κοντά. Τότε ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ο Ουγκλούκ όρμησε μπροστά και με δυο γρήγορες σπαθιές έκοψε τα κεφάλια δυο αντιπάλων του. Ο Γκρίσνακ παραμέρισε κι εξαφανίστηκε στις σκιές. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν κι ένας πισωπάτησε κι έπεσε πάνω στο πεσμένο κορμί του Μέρι ξεστομίζοντας μια βρισιά. Έτσι όμως σίγουρα γλίτωσε τη ζωή του, γιατί δυο απ’ τους συντρόφους του Ουγκλούκ πήδησαν από πάνω του κι έκοψαν άλλον ένα με τα φαρδιά σπαθιά τους. Ήταν ο κιτρινοδόντης φρουρός. Το σώμα του έπεσε πάνω απ’ τον Πίπιν, σφίγγοντας ακόμα το μακρύ πριονωτό του μαχαίρι.
— Κάτω τα όπλα σας! φώναξε ο Ουγκλούκ. Και κόφτε τις ανοησίες! Θα πάμε ίσια δυτικά από δω και θα κατεβούμε τη σκάλα. Κι ύστερα θα τραβήξουμε ίσια για τους λόφους και μετά, πλάι απ’ το ποτάμι, στο δάσος. Και θα προχωρήσουμε νύχτα μέρα. Καταλάβατε;
«Τώρα, σκέφτηκε ο Πίπιν, αν είμαι τυχερός κι αυτός ο ασχημούλιακας καθυστερήσει λίγο να μαζέψει το στρατό του, έχω μια ευκαιρία.»
Είχε δει μια ακτίνα ελπίδας. Η κόψη του μαύρου μαχαιριού τού είχε τρυπήσει το μπράτσο κι ύστερα είχε γλιστρήσει ως τον καρπό του. Ένιωσε το αίμα να τρέχει στο χέρι του, αλλά ένιωσε επίσης και το παγωμένο άγγιγμα του ατσαλιού στο πετσί του.
Οι Ορκ ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν πάλι, αλλά μερικοί απ’ τους Βόρειους ήταν ακόμα απρόθυμοι και οι Ισενγκαρντιανοί έκοψαν δυο ακόμα ώσπου να φοβηθούν οι υπόλοιποι. Το βρισίδι και η σύγχυση έδιναν κι έπαιρναν. Για την ώρα δεν τον πρόσεχαν τον Πίπιν. Τα πόδια του ήταν γερά δεμένα, αλλά τα χέρια του ήταν δεμένα μόνο στους καρπούς και ήταν μπροστά του. Μπορούσε να τα κουνήσει και τα δυο μαζί, αν κι οι κόμποι ήταν φοβερά σφιχτοί. Έσπρωξε τον πεθαμένο Ορκ στο πλάι κι ύστερα, μην τολμώντας ούτε ν’ ανασάνει, έτριψε τον κόμπο του σκοινιού του καρπού του πάνω στην κόψη του μαχαιριού. Ήταν κοφτερό και το νεκρό χέρι το κρατούσε σφιχτά. Το σκοινί κόπηκε! Γρήγορα ο Πίπιν το πήρε στα δάχτυλά του και το ’δεσε πάλι σε διπλό χαλαρό βραχιόλι και το πέρασε στα χέρια του. Ύστερα κάθισε ακίνητος.
— Σηκώστε τους αιχμάλωτους! φώναξε ο Ουγκλούκ. Και όχι κόλπα! Αν δεν είναι ζωντανοί όταν γυρίσουμε πίσω και κάποιοι άλλοι θα πεθάνουν μαζί μ’ αυτούς.
Ένας Ορκ άρπαξε τον Πίπιν σαν σακί, πέρασε το κεφάλι του ανάμεσα στα δεμένα του χέρια, έπιασε τα μπράτσα του και τα τράβηξε κάτω, ώσπου το πρόσωπο του Πίπιν βρέθηκε κολλημένο στο σβέρκο του· ύστερα ξεκίνησε. Ένας άλλος έκανε το ίδιο με το Μέρι. Το γαμψό χέρι του Ορκ έσφιγγε σαν σίδερο τα χέρια του Πίπιν τα νύχια του τον τρυπούσαν. Ο Πίπιν έκλεισε τα μάτια και βούλιαξε πίσω στα εφιαλτικά όνειρα.
Ξαφνικά τον πέταξαν στην πέτρινη γη πάλι. Ήταν νωρίς τη νύχτα, αλλά το ισχνό φεγγάρι έγερνε κιόλας κατά τη δύση. Βρίσκονταν στην άκρη ενός γκρεμού που φαινόταν να βλέπει σε μια θάλασσα χλωμής ομίχλης. Κάπου κοντά ακουγόταν ο θόρυβος από νερό που πέφτει.
— Επιτέλους γύρισαν οι ανιχνευτές, είπε ένας Ορκ εκεί κοντά.
— Λοιπόν, τι ανακαλύψατε; γρύλισε η φωνή του Ουγκλούκ.
— Μονάχα έναν καβαλάρη που το ’σκάσε δυτικά. Όλα τώρα είναι ελεύθερα.
— Τώρα, ναι. Αλλά για πόσο ακόμα; Ανόητοι! Έπρεπε να του ρίξετε. Θα χτυπήσει συναγερμό. Οι καταραμένοι οι αλογάρηδες ως το πρωί θα ξέρουν για μας. Τώρα θα πρέπει να πάμε ακόμα πιο γρήγορα.
Μια σκιά έσκυψε πάνω απ’ τον Πίπιν. Ήταν ο Ουγκλούκ.
— Σήκω πάνω! είπε ο Ορκ. Οι άντρες μου κουράστηκαν να σε κουβαλάνε. Πρέπει να κατεβούμε κάτω και πρέπει να κουνήσεις τα ποδάρια σου. Κοίταξε να συνεργαστείς. Ούτε φωνές ούτε προσπάθειες να ξεφύγεις. Έχουμε τρόπους να ξεπληρώνουμε τέτοια κόλπα που δε θα σ’ αρέσουν καθόλου, χωρίς να σε χαλάσουν γι’ αυτό που σε θέλει ο Αφέντης.