Έκοψε τα σκοινιά γύρω απ’ τα πόδια και τους αστράγαλους του Πίπιν, τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον έστησε στα πόδια του, Ο Πίπιν έπεσε κάτω κι ο Ουγκλούκ τον σήκωσε πάλι απ’ τα μαλλιά. Μερικοί Ορκ έβαλαν τα γέλια. Ο Ουγκλούκ του ’χωσε ανάμεσα στα δόντια ένα φλασκί κι έχυσε κάποιο καυτερό υγρό στο λαιμό του: ένιωσε μια καυτή, άγρια ζεστασιά να τον διαπερνάει. Ο πόνος στα πόδια και στους αστραγάλους του εξαφανίστηκε. Μπορούσε να σταθεί.
— Τώρα ο άλλος! είπε ο Ουγκλούκ.
Ο Πίπιν τον είδε να πηγαίνει στο Μέρι, που ήταν πεσμένος εκεί δίπλα, και να τον κλοτσάει. Ο Μέρι βόγκηξε. Αρπάζοντάς τον όπως όπως ο Ουγκλούκ τον έστησε καθιστό και τράβηξε τον επίδεσμο απ’ τ κεφάλι του. Ύστερα πασάλειψε την πληγή μ’ ένα μαυριδερό υλικό π υ πήρε από ένα ξύλινο κουτί. Ο Μέρι άρχισε να ξεφωνίζει και να χτυπιέται αγριεμένος.
Οι Ορκ χτυπούσαν τα χέρια τους και γελούσαν περιφρονητικά.
— Δεν μπορεί να πάρει το φάρμακό του, κορόιδευαν. Δεν ξέρει ποιο είναι το καλό του. Α! Μα θα διασκεδάσουμε αργότερα.
Αλλά για την ώρα ο Ουγκλούκ δεν είχε όρεξη για διασκέδαση. Χρειαζόταν να πάει γρήγορα κι ήταν υποχρεωμένος να καλοπιάνει απρόθυμους συντρόφους. Θεράπευε το Μέρι με τον τρόπο των Ορκ· και η θεραπεία του είχε γρήγορο αποτέλεσμα. Σαν ανάγκασε το χόμπιτ να πιει απ’ το φλασκί του, του έκοψε τα σκοινιά των ποδιών και τον έστησε στα πόδια του. Ο Μέρι στάθηκε όρθιος, χλωμός, αλλά αγριωπός και προκλητικός και πολύ πολύ ζωντανός. Η Βαθιά πληγή στο κεφάλι του δεν τον ενόχλησε πια, αλλά του ’μεινε μια καφετιά ουλή ως το θάνατό του.
— Γεια σου, Πίπιν! είπε. Έχεις έρθει κι εσύ στη μικρή μας εκδρομή; Πού θα βρούμε ύπνο και φαγητό;
— Εμπρός! είπε ο Ουγκλούκ. Κόφτε το! Μαζέψτε τη γλώσσα σας. Δε θα μιλάτε ο ένας με τον άλλο. Ό,τι ζαβολιά κάνετε θα την αναφέρουμε στο τέλος της διαδρομής κι Εκείνος θα ξέρει πώς να σας πληρώσει. Και μην ανησυχείτε για ύπνο και φαΐ — θα φάτε πιο πολύ απ’ ό,τι μπορείτε να χωνέψετε.
Το μπουλούκι των Ορκ άρχισε να κατεβαίνει ένα στενό φαράγγι που έβγαζε κάτω, στο θολωμένο κάμπο. Ο Μέρι κι ο Πίπιν χωριστά, με πάνω από δώδεκα Ορκ ανάμεσα, κατέβηκαν μαζί τους. Στο κάτω μέρος πάτησαν χορτάρι κι οι καρδιές των χόμπιτ φτέρωσαν.
— Ίσια μπρος, τώρα! φώναξε ο Ουγκλούκ. Δυτικά και λίγο βορινά. Ν’ ακολουθάτε το Λουγκντούς.
— Ναι, αλλά τι θα κάνουμε όταν βγει ο ήλιος; είπε ένας απ’ τους Βόρειους.
— Θα συνεχίσετε να τρέχετε, είπε ο Ουγκλούκ. Τι νομίζετε; Θα κάτσουμε στο χορτάρι και θα περιμένουμε τους Ασπροπέτσηδες να ’ρθουν κι αυτοί στην εκδρομή;
— Μα δεν μπορούμε να τρέξουμε με τον ήλιο.
— Μωρέ, θα τρέξετε, κι εγώ θα ’μαι από πίσω σας, είπε ο Ουγκλούκ. Θα τρέξετε, ειδαλλιώς δε θα ξαναδείτε τις αγαπημένες σας τρύπες! Μα το Άσπρο Χέρι! Ποιος ο λόγος να στέλνουν βουνοσκούληκα ταξίδι, σαν κι αυτά εδώ τα κωθώνια; Τρέξτε, που να σας πάρει!... Τρέξτε όσο έχουμε νύχτα!
Όλη η ομάδα άρχισε να τρέχει με μεγάλες πηδηχτές δρασκελιές. Λεν είχαν καμιά τάξη, αλλά έσπρωχναν, συνωστίζονταν κι έβριζαν· παρ’ όλ’ αυτά όμως, η ταχύτητά τους ήταν πολύ μεγάλη. Κάθε χόμπιτ είχε τρεις φρουρούς. Ο Πίπιν ήταν πίσω πίσω στη γραμμή. Αναρωτιόταν για πόση ώρα θ’ άντεχε έτσι: είχε να φάει απ’ το πρωί. Ένας απ’ τους φρουρούς του κρατούσε μαστίγιο. Αλλά για την ώρα το ποτό των Ορκ τον ζέσταινε ακόμα. Και το μυαλό του ήταν εντελώς ξύπνιο.
Πότε πότε περνούσε απ’ το μυαλό του μόνη της η εικόνα του έξυπνου προσώπου του Γοργοπόδαρου να σκύβει πάνω απ’ τα σκοτεινά ίχνη και να τρέχει, να τρέχει από πίσω. Αλλά τι θα μπορούσε να δει, ακόμα κι ένας Περιφερόμενος Φύλακας, εκτός απ’ τα μπερδεμένα χνάρια των ποδιών των Ορκ; Τα δικά του μικρά αποτυπώματα και του Μέρι χάνονταν κάτω απ’ τα τσαλαπατήματα των σιδεροπάπουτσων, πίσω και πλάι και παντού γύρω τους.
Είχαν κάνει κάπου ένα μίλι απ’ το φαράγγι, όταν η γη κατηφόρισε σ’ ένα πλατύ, ρηχό κοίλωμα που το έδαφος ήταν μαλακό και υγρό. Εκεί ήταν απλωμένη ομίχλη, που χλωμογυάλιζε στις τελευταίες ακτίνες του μισοφέγγαρου. Οι σκοτεινές σιλουέτες των Ορκ μπροστά ξεθώριασαν κι ύστερα τις κατάπιε η ομίχλη.
— Ε! Προσοχή τώρα! φώναξε ο Ουγκλούκ από πίσω.
Μια ξαφνική ιδέα άστραψε στο μυαλό του Πίπιν και την έβαλε αμέσως σ’ εφαρμογή. Έστριψε πλάι αριστερά κι έσκυψε κάτω απ’ τα χέρια του φρουρού ίσια στην ομίχλη· έπεσε φαρδύς πλατύς στο χορτάρι.
— Στοπ! ούρλιαξε ο Ουγκλούκ.
Έγινε για μια στιγμή σαματάς κι ανακατωσούρα. Ο Πίπιν πετάχτηκε όρθιος και το ’βαλε στα πόδια. Αλλά οι Ορκ ήταν στο κατόπι του. Μερικοί πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του.