Выбрать главу

«Δεν υπάρχει ελπίδα να ξεφύγω! σκέφτηκε ο Πίπιν. Αλλά υπάρχει ελπίδα ν’ άφησα μερικά δικά μου χνάρια καθαρά στο βρεγμένο χώμα.»

Ψαχούλεψε με τα δυο δεμένα του χέρια το λαιμό του και ξεκούμπωσε την καρφίτσα της μπέρτας του. Τη στιγμή ακριβώς που μακριά χέρια και σκληρά σουβλερά νύχια τον άρπαξαν, την άφησε να πέσει. «Φαντάζομαι πως εκεί θα μείνει ως τη συντέλεια του κόσμου, σκέφτηκε. Δεν ξέρω γιατί το ’κανα. Γιατί, αν οι άλλοι γλίτωσαν, το πιο πιθανό είναι πως πήγαν όλοι με το Φρόντο.»

Οι γλώσσες ενός μαστίγιου τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια του κι έπνιξε ένα ξεφωνητό.

— Φτάνει! φώναξε ο Ουγκλούκ, τρέχοντας από πίσω. Πρέπει ακόμα να τρέξει πολύ δρόμο. Κάντε τους και τους δυο να τρέχουν! Το μαστίγιο να το δουλεύετε μόνο για υπενθύμιση.

— Αλλ’ αυτό δεν είναι όλο, ούρλιαξε γυρίζοντας στον Πίπιν. Δεν το ξεχνώ. Απλώς η πληρωμή αναβάλλεται. Εμπρός, τρέχα!

Ούτε ο Πίπιν ούτε ο Μέρι θυμόντουσαν πολλά απ’ το δεύτερο μέρος του ταξιδιού. Απαίσια όνειρα και ξύπνημα μπερδεύονταν σε μια μακριά στοά δυστυχίας, με την ελπίδα όλο και να ξεθωριάζει πίσω τους. Έτρεχαν, έτρεχαν κι έτρεχαν, προσπαθώντας να ακολουθήσουν το ρυθμό των Ορκ και πότε πότε τους έγλειφε ένα ανελέητο μαστίγιο που το δούλευαν με τέχνη περισσή. Αν έκαναν πως σταματούσαν ή σκόνταφταν, τους άρπαζαν και για αρκετή απόσταση τους έσερναν.

Η ζεστασιά του πιοτού των Ορκ είχε περάσει. Ο Πίπιν ένιωθε παγωμένος κι άρρωστος πάλι. Απότομα έπεσε μπρούμυτα στα χόρτα. Άγρια χέρια με νύχια που έσκιζαν τον άρπαξαν και τον σήκωσαν. Τον κουβαλούσαν σαν σακί πάλι και γύρω του έγινε σκοτάδι: δεν ήταν σε θέση να πει αν ήταν το σκοτάδι μιας ακόμα νύχτας ή τα μάτια του που έσβησαν.

Ένιωσε αμυδρά φωνές να διαμαρτύρονται — φαινόταν πως πολλοί Ορκ απαιτούσαν μία στάση. Ο Ουγκλούκ φώναζε. Ένιωσε να τον πετάνε κάτω κι έμεινε όπως έπεσε, ώσπου μαύρα όνειρα τον πήραν. Αλλά δεν ξέφυγε για πολύ απ’ τον πόνο· πολύ γρήγορα το σιδερένιο σφίξιμο απ’ τ’ ανελέητα χέρια άρχισε πάλι. Για πολλή ώρα τον τίναζαν και τον κουνούσαν κι ύστερα αργά το σκοτάδι υποχώρησε κι αυτός ξαναγύρισε στον κόσμο των αισθήσεων και είδε πως ήταν πρωί. Κάποιος ξεφώνιζε διαταγές και τον πέταξαν απότομα στο χορτάρι.

Εκεί έμεινε για λίγο. πασχίζοντας να νικήσει την απελπισία. Το κεφάλι του γύριζε, αλλά απ’ τη ζεστασιά στο κορμί του κατάλαβε πως του είχαν δώσει κι άλλη γουλιά απ’ το ποτό. Ένας Ορκ έσκυψε από πάνω του και του πέταξε λίγο ψωμί κι ένα κομμάτι ωμό ξεραμένο κρέας. Έφαγε το μπαγιάτικο ψωμί πεινασμένα, όχι όμως και το κρέας. Ήταν ξελιγωμένος από την πείνα, αλλά όχι ακόμα τόσο ξελιγωμένος ώστε να φάει το κρέας που του πέταξε κάποιος Ορκ, το κρέας από, ούτε τολμούσε να σκεφτεί, τι ζώο.

Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Ο Μέρι δεν ήταν μακριά. Βρίσκονταν στις όχθες κάποιου στενού, γρήγορου ποταμιού. Πέρα, μπροστά τους, υψώνονταν βουνά: μια ψηλή κορφή αντανακλούσε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ένα δάσος σαν μαύρη μελανιά απλωνόταν στις χαμηλότερες πλαγιές μπροστά τους.

Ακούγονταν πολλές φωνές και διαφωνίες ανάμεσα στους Ορκ· φαινόταν έτοιμος να ξαναξεσπάσει καβγάς ανάμεσα στους Βόρειους και στους Ισενγκαρντιανούς. Μερικοί έδειχναν κατά το νοτιά και μερικοί κατά την ανατολή.

— Πολύ καλά, είπε ο Ουγκλούκ. Άστε τους σε μένα! Δε γίνεται να τους σκοτώσετε, σας το είπα και πριν αλλά, αν θέλετε να πετάξετε ό,τι κάναμε τόσο δρόμο για να πιάσουμε, πετάξτε το! Εγώ θα το προσέξω. Άστε τα παλικάρια τούς Ουρούκ-χάι να κάνουν τη δουλειά, όπως συνήθως. Αν φοβόσαστε τους Ασπροπέτσηδες, τρέξτε! Τρέξτε! Να, το δάσος, φώναξε δείχνοντας μπροστά. Μπείτε μέσα! Είναι η καλύτερη ελπίδα σας. Μπρος, φευγάτε! Και γρήγορα, πριν κόψω μερικά κεφάλια ακόμα, για να βάλουν μυαλό οι άλλοι.

Ακούστηκαν βρισιές κι ένας ψευτοκαβγάς κι ύστερα οι περισσότεροι απ’ τους Βόρειους ξεχώρισαν κι έφυγαν. Ήταν πάνω από εκατό κι έτρεχαν αγριεμένοι πλάι στο ποτάμι, τραβώντας για τα βουνά. Οι χόμπιτ έμειναν με τους Ισενγκαρντιανούς: μια άγρια μαύρη ορδή, τουλάχιστον ογδόντα μεγαλόσωμοι μαυριδεροί, λοξομάτηδες Ορκ, με μεγάλα τόξα και κοντά, φαρδιά σπαθιά. Κάτι λίγοι, πιο μεγάλοι και τολμηροί, Βόρειοι έμειναν μαζί τους.

— Τώρα θα λογαριαστούμε με τον Γκρίσνακ, είπε ο Ουγκλούκ. Αλλά ακόμα και μερικοί απ’ τους δικούς του κοίταζαν ανήσυχοι νότια.

— Το ξέρω, γρύλισε ο Ουγκλούκ. Οι καταραμένοι οι αλογάρηδες μας πήραν είδηση. Αλλά γι’ αυτό φταις μονάχα εσύ, Σνάγκα. Εσύ κι οι άλλοι ανιχνευτές· έπρεπε να σας κόψουν τ’ αυτιά. Αλλά εμείς ξέρουμε να πολεμάμε. Θα φάμε καλά αλογίστο κρέας ή και κάτι καλύτερο.

Εκείνη τη στιγμή ο Πίπιν είδε γιατί μερικοί έδειχναν ανατολικά. Από κείνο το μέρος έρχονταν τώρα Βραχνές φωνές και να σου πάλι ο Γκρίσνακ και πίσω του καμιά σαρανταριά σαν κι αυτόν: μακροχέρηδες και στραβοπόδαροι Ορκ. Είχαν ζωγραφισμένο στις ασπίδες τους ένα κόκκινο μάτι. Ο Ουγκλούκ βγήκε μπροστά να τους συναντήσει.