— Ώστε, γύρισες πίσω; είπε. Το ξανασκέφτηκες καλύτερα, ε;
— Γύρισα για να δω αν εκτελούνται οι Διαταγές και αν είναι ασφαλισμένοι οι αιχμάλωτοι, απάντησε ο Γκρίσνακ.
— Μη μου το λες! είπε ο Ουγκλούκ. Αδικος κόπος. Εγώ πάντα φροντίζω να εκτελούνται οι διαταγές που δίνω. Και για τι άλλο γύρισες; Έφυγες βιαστικά. Άφησες τίποτα;
— Άφησα έναν ανόητο, ούρλιαξε ο Γκρίσνακ. Αλλά είναι μερικοί γεροδεμένοι Ορκ μαζί του που είναι κρίμα να χαθούν. Το ’ξερα πως θα τους οδηγήσεις σε μπελάδες. Ήρθα να τους βοηθήσω.
— Θαυμάσια! γέλασε ο Ουγκλούκ. Αλλά, εκτός και βαστάει η καρδούλα σου να πολεμήσεις, πήρες λάθος δρόμου. Το Λουγκμπούρτζ ήταν ο δρόμος σου. Οι Ασπροπέτσηδες έρχονται. Τι έπαθε ο σπουδαίος σου ο Νάζγκουλ; Του σκότωσαν και τ’ άλλο του το άτι; Βέβαια, αν τον είχες φέρει μαζί σου, ίσως να μας ήταν χρήσιμος — αν αυτοί οι Νάζγκουλ είναι ό,τι λένε πως είναι.
— Νάζγκουλ, Νάζγκουλ· είπε ο Γκρίσνακ, ανατριχιάζοντας και γλείφοντας τα χείλια του, λες και η λέξη να ’χε μια απαίσια γεύση που τη δοκίμαζε με πόνο. Μιλάς για κάτι που βρίσκεται πιο πέρα απ’ τα Βρομερά σου όνειρα, Ουγκλούκ, είπε. Νάζγκουλ! Αχ! Ό,τι λένε πως είναι! Μια μέρα θα ευχηθείς να μην το ’χες ξεστομίσει αυτό! Πίθηκε! ούρλιαξε αγριεμένα. Πρέπει να ξέρεις πως αυτοί είναι οι αγαπημένοι του Μεγάλου Ματιού. Αλλά οι φτερωτοί Νάζγκουλ: όχι ακόμα, όχι ακόμα. Δεν τους αφήνει να παρουσιαστούν δώθε απ’ το Μεγάλο Ποταμό ακόμα, όχι τόσο νωρίς. Είναι για τον Πόλεμο — και για άλλες δουλειές.
— Φαίνεται να ξέρεις πολλά, είπε ο Ουγκλούκ. Περισσότερα απ’ όσα είναι για το καλό σου, θα ’λεγα. Ίσως εκείνοι στο Λουγκμπούρτζ ν’ αναρωτηθούν πώς και γιατί. Αλλά, στο μεταξύ, άσε τους Ουρούκ-χάι του Ίσενγκαρντ να βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα, όπως συνήθως. Τι κάθεσαι και σαλιαρίζεις αυτού! Μάζεψε τους αλήτες σου! Τ’ άλλα γουρούνια το ’σκασαν για το δάσος. Καλά θα κάνεις να τους ακολουθήσεις. Δε θα γυρίσεις στο Μεγάλο Ποταμό ζωντανός. Κάνεις λάθος, αν το νομίζεις! Τώρα! Θα σ’ ακολουθώ από πίσω.
Οι Ισενγκαρντιανοί άρπαξαν το Μέρι και τον Πίπιν ξανά και τους έριξαν στον ώμο τους. Ύστερα ο λόχος ξεκίνησε. Οι ώρες περνούσαν κι αυτοί έτρεχαν, σταματώντας πότε πότε μόνο για να φορτώσουν τους χόμπιτ σε καινούριους κουβαλητές. Είτε γιατί ήταν πιο γεροί και πιο γρήγοροι, είτε γιατί είχε κάποιο σχέδιο ο Γκρίσνακ, οι Ισενγκαρντιανοί σιγά σιγά προσπέρασαν τους Ορκ της Μόρντορ και οι στρατιώτες του Γκρίσνακ βρέθηκαν από πίσω. Πολύ γρήγορα άρχισαν να πλησιάζουν και τους Βορινούς μπροστά. Το δάσος άρχισε να ζυγώνει όλο και πιο πολύ.
Ο Πίπιν ένιωθε χτυπημένος και πληγωμένος, το πονεμένο του κεφάλι το γρατσούνιζε το βρομερό σαγόνι και το τριχωτό αυτί του Ορκ που τον κουβαλούσε. Ίσια μπροστά του έβλεπε σκυμμένες πλάτες και γερά χοντρά πόδια να πηγαίνουν πάνω κάτω, πάνω κάτω δίχως ανάπαυση, λες κι ήταν καμωμένα από σύρμα και κέρατο και χτυπούσαν τα εφιαλτικά δευτερόλεπτα μιας ώρας δίχως τελειωμό.
Νωρίς το απόγευμα ο λόχος του Ουγκλούκ έφτασε τους Βόρειους. Τους είχε κοπεί η φόρα κάτω απ’ τις ακτίνες του λαμπερού ήλιου, μόλο που ήταν χειμωνιάτικος και φώτιζε ένα χλωμό δροσερό ουρανό· είχαν σκυμμένο το κεφάλι κι η γλώσσα τους κρεμόταν έξω.
— Σκουλήκια! κορόιδεψαν οι Ισενγκαρντιανοί. Τώρα την πάθατε. Οι Ασπροπέτσηδες θα σας πιάσουν και θα σας φάνε. Έρχονται!
Μια φωνή από τον Γκρίσνακ έδειξε πως δεν ήταν απλό αστείο. Πραγματικά είχαν φανεί καβαλάρηδες, που κάλπαζαν πολύ γρήγορα· ακόμα πολύ μακριά, αλλά όλο και πλησίαζαν τους Ορκ, πλησίαζαν σαν την παλίρροια στο ίσωμα που ζυγώνει κάποιους παγιδευμένους σε κινούμενη άμμο.
Οι Ισενγκαρντιανοί άρχισαν να τρέχουν με διπλάσια ταχύτητα, που άφησε τον Πίπιν μ’ ανοιχτό το στόμα, ένα τρομακτικό άνοιγμα, λες για το τέλος ενός αγώνα δρόμου. Ύστερα είδε πως ο ήλιος έπεφτε, κατεβαίνοντας πίσω απ’ τα Ομιχλιασμένα Βουνά· σκιές απλώθηκαν στη γη. Οι πολεμιστές της Μόρντορ σήκωσαν τα κεφάλια τους κι άρχισαν κι εκείνοι ν’ αυξάνουν ταχύτητα. Το δάσος ήταν κοντά, σκοτεινό. Είχαν κιόλας περάσει κάτω από τα πρώτα του δέντρα. Η γη άρχισε ν’ ανηφορίζει όλο και πιο πολύ· αλλά οι Ορκ δε σταμάτησαν. Κι ο Ουγκλούκ κι ο Γκρίσνακ φώναζαν, παροτρύνοντάς τους για μια τελευταία προσπάθεια.
«Θα το καταφέρουν. Θα ξεφύγουν», σκέφτηκε ο Πίπιν. Ύστερα κατάφερε να στρίψει το λαιμό του και να κοιτάξει πάνω απ’ τον ώμο του με το ένα μάτι. Είδε πως οι καβαλάρηδες πέρα, ανατολικά, βρίσκονταν κιόλας στο ίδιο ύψος με τους Ορκ και κάλπαζαν στον κάμπο. Το ηλιοβασίλεμα χρύσωνε τα κοντάρια και τα κράνη τους και γυάλιζε στα ξανθά μαλλιά τους που ανέμιζαν. Είχαν αρχίσει να κυκλώνουν τους Ορκ και δεν τους άφηναν να σκορπίσουν, αλλά τους πίεζαν παράλληλα στο ποτάμι.