— Αυτά τα σκουλήκια το μόνο που καταφέρνουν είναι να βλέπουν σαν το γάτο στο σκοτάδι. Αλλά κι οι Ασπροπέτσηδες έχουν τα καλύτερα μάτια στο σκοτάδι απ’ όλους τους Ανθρώπους, απ’ ό,τι έχω ακουστά· και μην ξεχνάτε τ’ άλογα τους! Αυτά μπορούν να δουν και τ’ αγέρι της νύχτας, ή έτσι τουλάχιστο λέγεται. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν το ξέρουν οι μορφονιοί: ο Μαουχούρ και τα παλικάρια του βρίσκονται στο δάσος κι όπου να ’ναι θα φανούν.
Τα λόγια του Ουγκλούκ φαίνεται πως ήταν αρκετά για να ικανοποιηθούν οι Ισενγκαρντιανοί· αλλά οι άλλοι Ορκ ήταν κακόκεφοι και ξεσηκωμένοι. Έβαλαν μερικούς φρουρούς, αλλά οι περισσότεροι ξάπλωσαν και ξεκουράζονταν στο ευχάριστο σκοτάδι. Και στ’ αλήθεια ξανάγινε πηχτό σκοτάδι, γιατί το φεγγάρι έγειρε δυτικά μέσα σε πυκνά σύννεφα. Ο Πίπιν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα λίγα πόδια πιο πέρα. Οι φωτιές δεν έφερναν φως στο λοφάκι. Οι καβαλάρηδες όμως δεν ήταν ικανοποιημένοι να περιμένουν έτσι απλά το χάραμα και ν’ αφήσουν τους εχθρούς τους να ξεκουραστούν. Ξαφνικά ξεφωνητά στην ανατολική πλευρά του λόφου έδειξαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Φαίνεται πως μερικοί απ’ τους Ανθρώπους είχαν πλησιάσει με τ’ άλογά τους, είχαν ξεπεζέψει αθόρυβα, είχαν συρθεί ως την άκρη του καταυλισμού κι είχαν σκοτώσει αρκετούς Ορκ. Ύστερα είχαν πάλι χαθεί. Ο Ουγκλούκ έτρεξε να σταματήσει τον πανικό.
Ο Πίπιν κι ο Μέρι ανακάθισαν. Οι φύλακες τους, Ισενγκαρντιανοί, είχαν πάει με τον Ουγκλούκ. Αλλά αν οι χόμπιτ έκαναν σκέψεις για να ξεφύγουν, γρήγορα έσβησαν. Ένα μακρύ μαλλιαρό χέρι άρπαξε τον καθένα απ’ το λαιμό και τους έσυρε κοντά κοντά. Στα θαμπά πήραν είδηση το μεγάλο κεφάλι του Γκρίσνακ ανάμεσά τους· τη βρομερή αναπνοή του στα μάγουλά τους. Άρχισε να τους ζουλά και να τους ψάχνει. Ο Πίπιν ανατρίχιασε καθώς σκληρά, παγωμένα δάχτυλα ψαχούλευαν την πλάτη του.
— Λοιπόν, μικρά μου! είπε ο Γκρίσνακ ψιθυριστά. Απολαμβάνετε την ωραία σας ανάπαυση; Ή μήπως όχι; Βρισκόσαστε κάπως σε δύσκολη θέση: σπαθιά και μαστίγια απ’ τη μια και απαίσια κοντάρια από την άλλη! Τα μικράκια δεν πρέπει ν’ ανακατεύονται σε υποθέσεις πιο μεγάλες απ’ το μπόι τους.
Τα δάχτυλά του εξακολουθούσαν να ψαχουλεύουν. Ένα φως άναβε σαν χλωμή μα καυτερή φωτιά στο βάθος των ματιών του.
Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό του Πίπιν, λες κι είχε έρθει κατευθείαν απ’ την ανυπόμονη σκέψη του εχθρού του: ο Γκρίσνακ ξέρει για το Δαχτυλίδι! Γι’ αυτό ψάχνει, όσο είναι απασχολημένος ο Ουγκλούκ: το πιο πιθανό είναι πως το θέλει για τον εαυτό του. Η καρδιά του Πίπιν πάγωσε απ’ το φόβο, αν και ταυτόχρονα αναρωτιόταν πώς μπορούσε να εκμεταλλευτεί την επιθυμία του Γκρίσνακ.
— Δε νομίζω πως θα το βρεις έτσι, ψιθύρισε. Δε βρίσκεται εύκολα.
— Να το βρω; είπε ο Γκρΐσνακ· τα δάχτυλα του έκαψαν να σέρνονται κι άρπαξε τον ώμο του Πίπιν. Τι να βρω; Για τι μιλάς, μικρέ;
Για μια στιγμή ο Πίπιν έμεινε σιωπηλός. Ύστερα ξαφνικά μες στο σκοτάδι έκανε μια φωνή μες στο λαιμό του: γκόλουμ, γκόλουμ.
— Τίποτα, πολύτιμό μου, πρόσθεσε.
Οι χόμπιτ ένιωσαν τα δάχτυλα του Γκρίσνακ ν’ ανοιγοκλείνουν σπασμωδικά.
— Οχό! σφύριξε ο καλικάντζαρος μαλακά. Αυτό θέλει να πει, ε; Οχό! Πολύ πο-λύ επικίνδυνο, μικρούλια μου.
— Ίσως, είπε ο Μέρι, που ήταν τώρα εντελώς ξυπνητός κι είχε καταλάβει τη σκέψη του Πίπιν. Ίσως· κι όχι μόνο για μας. Πάντως εσύ ξέρεις πιο καλά τη δουλειά σου. Το θέλεις ή όχι; Και τι θα ’δινες γι’ αυτό;
— Το θέλω; Αν το θέλω; έκανε ο Γκρίσνακ, λες κι απορούσε· τα χέρια του όμως έτρεμαν. Τι θα ’δινα γι’ αυτό; Τι θέλετε να πείτε;
— Θέλουμε να πούμε, είπε ο Πίπιν διαλέγοντας με προσοχή τα λόγια του, πως δε βγάζεις τίποτα ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά. Εμείς μπορούμε να σου κερδίσουμε και χρόνο και κόπο. Αλλά πρέπει πρώτα να μας λύσεις τα πόδια, ειδαλλιώς ούτε θα κάνουμε ούτε θα πούμε τίποτα.
— Χρυσά μου, τρυφερά ανοητούλια, σφύριξε ο Γκρίσνακ, όλα όσα έχετε κι όλα όσα ξέρετε θα σας τα βγάλουν σαν έρθει η ώρα: όλα! Θα ευχηθείτε να ξέρατε πιο πολλά να πείτε για να ικανοποιήσετε τον Ανακριτή, να είστε σίγουροι γι’ αυτό: πολύ γρήγορα. Εμείς δε θα βιαστούμε στην ανάκριση. Όχι. χρυσά μου, καθόλου! Γιατί νομίζετε πως σας έχουν κρατήσει ζωντανούς; Καλοί μου πιτσιρικάδες, σας παρακαλώ να με πιστέψετε, όταν σας λέω πως δεν το ’κανε από καλοσύνη — αυτή δεν είναι ούτε κι απ’ του Ουγκλούκ ακόμα τα ελαττώματα.
— Δε βρίσκω καμιά δυσκολία για να το πιστέψω, είπε ο Μέρι. Αλλά δεν έχεις ακόμα εξασφαλίσει τη λεία σου. Και δε μου φαίνεται να την πηγαίνουν κατά κει που θέλεις, ό,τι κι αν συμβεί. Αν φτάσουμε στο Ίσενγκαρντ, αυτός που θα ωφεληθεί δε θα ’ναι ο μεγάλος Γκρίσνακ: ο Σάρουμαν θα τα πάρει όλα όσα μπορέσει να βρει. Αν θέλεις κάτι για τον εαυτό σου, τώρα είναι η ώρα να κάνουμε τη συμφωνία.