Выбрать главу

Ο Γκρίσνακ άρχισε να θυμώνει. Το όνομα του Σάρουμαν φαινόταν να τον αγριεύει ιδιαίτερα. Η ώρα περνούσε κι ο σαματάς ησύχαζε. Ο Ουγκλούκ ή οι Ισενγκαρντιανοί από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν.

— Το έχετε — ένας απ’ τους δυο σας; γρύλισε.

— Γκόλουμ, γκόλουμ! είπε ο Πίπιν.

— Λύσε μας τα πόδια! είπε ο Μέρι.

Ένιωσαν τα χέρια του Ορκ να τρέμουν ασυγκράτητα.

— Που να σας πάρει, βρομερά ζωύφια! σφύριξε. Να λύσω τα πόδια σας! Θα λύσω κάθε αρμό στο κορμί σας. Νομίζετε πως δεν μπορώ να σας ψάξω ως τα κόκαλα; Να σας ψάξω! Θα σας κόψω και τους δυο κομματάκια κομματάκια. Δε χρειάζομαι τη βοήθεια των ποδιών σας για να σας πάρω από δω — και να σας απολαύσω εντελώς μόνος!

Ξαφνικά τους άρπαξε. Η δύναμη των μακριών χεριών και των ώμων του ήταν τρομακτική. Τους έβαλε, έναν από δω κι άλλον από κει, παραμάσχαλα και τους έσφιξε άγρια στα πλευρά του· τα μεγάλα του χέρια έκλεισαν ασφυκτικά τα στόματά τους. Ύστερα όρμησε μπροστά, σκύβοντας χαμηλά. Πήγαινε γρήγορα και σιωπηλά, ώσπου έφτασε στην άκρη του μικρού λόφου. Εκεί, διαλέγοντας ένα άνοιγμα ανάμεσα στους φρουρούς, πέρασε σαν απαίσιος ίσκιος μες στη νύχτα, κατεβαίνοντας την πλαγιά δυτικά προς το ποτάμι που έβγαινε απ’ το δάσος. Προς το μέρος εκείνο είχε ένα πλάτωμα με μια φωτιά μονάχα.

Αφού έκανε καμιά δωδεκαριά γιάρδες σταμάτησε, τεντώνοντας τα μάτια του και τ’ αυτιά του. Δεν ακουγόταν τίποτα. Συνέχισε να προχωράει, διπλωμένος σχεδόν στα δύο. Ύστερα πισωκάθισε κι αφουγκράτηκε πάλι. Μετά σηκώθηκε, λες κι ήταν έτοιμος να διακινδυνεύσει να περάσει ξαφνικά τρέχοντας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η σκοτεινή σιλουέτα ενός καβαλάρη πετάχτηκε μπροστά του. Ένα άλογο χλιμίντρισε και πισωσηκώθηκε. Ένας άνθρωπος φώναξε.

Ο Γκρίσνακ έπεσε μπρούμυτα στη γη, με τους χόμπιτ από κάτω· ύστερα τράβηξε το σπαθί του. Λεν υπήρχε αμφιβολία πως προτιμούσε να σκοτώσει τους αιχμαλώτους του, παρά να τους αφήσει να ξεφύγουν ή να σωθούν αλλά αυτό ήταν και το τέλος του. Το σπαθί κουδούνισε ανεπαίσθητα και γυάλισε λιγάκι στο φως της φωτιάς πέρα αριστερά. Ένα βέλος ήρθε σφυρίζοντας μέσ’ απ’ το σκοτάδι: ήταν σημαδεμένο με μεγάλη επιδεξιότητα ή οδηγημένο απ’ τη μοίρα και τρύπησε το δεξί του χέρι. Πέταξε το σπαθί και ξεφώνισε. Ακούστηκε ένα γρήγορο ποδοβολητό και την ώρα που ο Γκρίσνακ πετάχτηκε όρθιος και το ’βαλε στα πόδια, το άλογο τον ποδοπάτησε κι ένα κοντάρι τον τρύπησε πέρα ως πέρα. Άφησε μια απαίσια, τρεμουλιαστή φωνή κι έμεινε ακίνητος.

Οι χόμπιτ έμειναν μπρούμυτα στο χώμα, όπως τους είχε αφήσει ο Γκρίσνακ. Άλλος ένας καβαλάρης ήρθε γρήγορα να βοηθήσει το σύντροφό του. Τώρα, είτε επειδή έβλεπε πολύ καλά είτε γιατί το ειδοποίησε κάποια άλλη αίσθηση, το άλογο σηκώθηκε και πήδηξε ανάλαφρα από πάνω τους· αλλά ο καβαλάρης του δεν τους είδε, όπως ήταν πεσμένοι, σκεπασμένοι με τους ξωτικο-μανδύες. πολύ ζαλισμένοι για την ώρα και πολύ φοβισμένοι για να κουνηθούν.

Τέλος, ο Μέρι αναδεύτηκε και σιγοψιθύρισε:

— Καλά ως τώρα: αλλά εμείς πώς θα γλιτώσουμε το σούβλισμα;

Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως. Οι φωνές του Γκρίσνακ είχαν ξεσηκώσει τους Ορκ. Απ’ τις φωνές και τις στριγκλιές που έρχονταν απ’ το λοφάκι, οι χόμπιτ κατάλαβαν πως είχαν ανακαλύψει την εξαφάνισή τους: κατά πάσα πιθανότητα ο Ουγκλούκ έκοβε μερικά κεφάλια ακόμα. Ύστερα ξαφνικά ακούστηκαν φωνές Ορκ από δεξιά, έξω απ’ τον κλοιό με τις φωτιές, απ’ το μέρος του δάσους και των Βουνών. Ο Μαουχούρ είχε, κατά τα φαινόμενα, φτάσει κι είχε ριχτεί στους πολιορκητές. Ακούστηκε καλπασμός αλόγων. Οι Καβαλάρηδες μίκρυναν τον κλοιό γύρω απ’ το λοφάκι, διακινδυνεύοντας τα βέλη των Ορκ, για να εμποδίσουν οποιαδήποτε προσπάθεια για έξοδο, ενώ ένα τμήμα τους κάλπασε ν’ αντιμετωπίσει τους νεοφερμένους. Ξαφνικά ο Μέρι και ο Πίπιν διαπίστωσαν πως χωρίς να κουνηθούν καθόλου βρίσκονταν έξω από τον κλοιό: τίποτα δε βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στην απόδραση.

— Τώρα, είπε ο Μέρι, αν είχαμε ελεύθερα τα πόδια και τα χέρια μας, θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Αλλά δε φτάνω να πιάσω τους κόμπους ούτε και να τους δαγκώσω.

— Δε χρειάζεται να προσπαθήσεις, είπε ο Πίπιν. Ήμουνα έτοιμος να σ’ το πω: έχω καταφέρει να ελευθερώσω τα χέρια μου. Αυτά τα σκοινιά είναι μόνο για τη μόστρα. Καλά θα κάνεις να φας λιγάκι λέμπας πρώτα πρώτα.

Πέταξε τα σκοινιά από τα χέρια του κι έβγαλε ένα πακέτο. Τα κέικ ήταν θρύψαλα, αλλά εντάξει ακόμα μες στα φυλλο-περιτυλίγματά τους. Οι χόμπιτ έφαγαν ο καθένας δυο-τρία κομμάτια. Η γεύση τούς ξανάφερε στη μνήμη τα όμορφα πρόσωπα, το γέλιο και το καλό φαγητό, τις ήσυχες εκείνες μέρες που ήταν τώρα πολύ μακριά. Για λίγη ώρα έτρωγαν συλλογισμένοι, καθισμένοι στο σκοτάδι, αδιαφορώντας για τις φωνές και τους θορύβους της μάχης δίπλα. Πρώτος ο Πίπιν γύρισε στο παρόν.