— Πρέπει να φύγουμε, είπε. Μια στιγμή!
Το σπαθί του Γκρίσνακ ήταν πεσμένο κοντά, αλλά ήταν πολύ βαρύ και άβολο για να το χρησιμοποιήσει· έτσι σύρθηκε μπροστά, βρήκε το σώμα του καλικάντζαρου κι έβγαλε απ’ τη θήκη του ένα μακρύ κοφτερό μαχαίρι. Μ’ αυτό έκοψε γρήγορα τα δεσμά τους.
— Εμπρός τώρα! είπε. Όταν θα ’χουμε ζεσταθεί λιγάκι, ίσως καταφέρουμε να ξανασταθούμε όρθιοι και να περπατήσουμε. Αλλά, οπωσδήποτε, καλά θα κάνουμε ν’ αρχίσουμε να σερνόμαστε.
Άρχισαν να σέρνονται. Το χορτάρι ήταν ψηλό και μαλακό κι αυτό τους βοηθούσε· αλλά ήταν πολύ αργή δουλειά. Πέρασαν όσο πιο μακριά μπορούσαν απ’ τη φωτιά και προχώρησαν λίγο λίγο, ώσπου έφτασαν στην άκρη του ποταμού, που έτρεχε κελαρύζοντας στις μαύρες σκιές, μέσα στις βαθιά σκαμμένες του όχθες. Ύστερα κοίταξαν πίσω.
Οι θόρυβοι είχαν κοπάσει. Ήταν φανερό πως το Μαουχούρ και τα «παλικάρια» του ή τους είχαν σκοτώσει ή τους είχαν αποκρούσει. Οι Καβαλάρηδες είχαν ξαναγυρίσει στη σιωπηλή κι απειλητική τους περιπολία, που δε θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Η νύχτα έφευγε κιόλας. Στην Ανατολή, που είχε. μείνει ασυννέφιαστη, ο ουρανός άρχισε να χλομιάζει.
— Πρέπει να κρυφτούμε, είπε ο Πίπιν, ειδαλλιώς θα μας δουν. Και δε θα κερδίσουμε τίποτα, αν αυτοί οι καβαλάρηδες ανακαλύψουν πως δεν είμαστε Ορκ μετά το θάνατο μας.
Σηκώθηκε και χτύπησε τα πόδια του στο χώμα.
— Εκείνα τα σκοινιά έσφιγγαν σαν σύρματα· αλλά τα πόδια μου ζεσταίνονται πάλι. Θα μπορούσα τώρα να περπατήσω παραπατώντας. Εσύ, Μέρι;
Ο Μέρι σηκώθηκε.
— Ναι, είπε. Μπορώ να τα καταφέρω. Το λέμπας πραγματικά σε δυναμώνει! Και το αίσθημα είναι πολύ πιο δυναμωτικό από εκείνη τη ζεστασιά του ποτού των Ορκ. Από τι να ’ταν φτιαγμένο; Καλύτερα που δεν ξέρω, φαντάζομαι. Έλα να πιούμε λίγο νερό για να ξεπλύνουμε και τη σκέψη του ακόμα!
— Όχι εδώ, οι όχθες είναι πολύ απόκρημνες, είπε ο Πίπιν. Πάμε τώρα!
Γύρισαν κι άρχισαν να πηγαίνουν πλάι πλάι, αργά, ακολουθώντας τη γραμμή του ποταμιού. Πίσω τους στην Ανατολή το φως δυνάμωνε. Καθώς προχωρούσαν αντάλλαζαν εντυπώσεις κουβεντιάζοντας ανάλαφρα, με τον τρόπο των χόμπιτ, γι’ αυτά που τους είχαν συμβεί από τότε που τους έπιασαν. Αν τους άκουγε κανείς δε θα μάντευε απ’ τα λόγια τους πως είχαν υποφέρει σκληρά κι είχαν Βρεθεί σε τρομερό κίνδυνο, πηγαίνοντας δίχως ελπίδα στα βασανιστήρια και στο θάνατο· ή πως, ακόμα και τώρα, και το ’ξεραν καλά, είχαν ελάχιστες πιθανότητες να ξαναβρούν κάποιο φίλο ή ασφάλεια.
— Σαν καλά να τα πήγες, κύριε Τουκ, είπε ο Μέρι. θα σου αφιερώσει ολόκληρο σχεδόν κεφάλαιο στο βιβλίο του ο Μπίλμπο, αν Βρω ποτέ την ευκαιρία να του τα πω. Καλή δουλειά: ιδιαίτερα εκεί που μάντεψες το παιγνίδι εκείνου του αγριότριχου και ο τρόπος που τον δούλεψες. Αλλά αναρωτιέμαι αν κανείς ποτέ θα βρει τα χνάρια και την καρφίτσα σου. Πολύ θα λυπόμουν αν έχανα τη δικιά μου, αλλά φοβάμαι πως η δικιά σου πάει για πάντα.
— Θα πρέπει να βουρτσίσω τα δάχτυλα των ποδιών μου για να σε φτάσω. Να, όμως, που ο Ξάδερφος Μπράντιμπακ θα πάει μπροστά τώρα. Εδώ είναι που αρχίζει ο ρόλος του. Δε φαντάζομαι να έχεις καθόλου ιδέα πού βρισκόμαστε· αλλά εγώ τον καιρό μου στο Σκιστό Λαγκάδι τον ξόδεψα κάπως καλύτερα. Τώρα πηγαίνουμε δυτικά πλάι στον Έντγουός. Μπροστά μας βρίσκεται η τελευταία άκρη των Ομιχλιασμένων Βουνών και το Δάσος Φάνγκορν.
Την ώρα που μιλούσε, η σκοτεινή αρχή του δάσους φάνηκε ίσια μπροστά τους. Η νύχτα έμοιαζε να είχε βρει καταφύγιο κάτω απ’ τα θεόρατα δέντρα του, ξεγλιστρώντας απ’ την Αυγή που ερχόταν.
— Μπες μπροστά, κύριε Μπράντιμπακ! είπε ο Πίπιν. Ή γύρνα πίσω! Μας έχουν προειδοποιήσει για το Φάνγκορν. Αλλά ένας που ξέρει τόσα πολλά, δε θα το ’χει ξεχάσει!
— Όχι, απάντησε ο Μέρι, αλλά σ’ εμένα, οπωσδήποτε, φαίνεται καλύτερο το δάσος απ’ το να γυρίσω πίσω καταμεσής στη μάχη.
Προχώρησε κάτω απ’ τα τεράστια κλαδιά των δέντρων. Έδειχναν αφάνταστα γέρικα. Μεγάλα μακριά γένια από λειχήνες κρέμονταν από πάνω τους και τ’ αγέρι τα φυσούσε και τ’ ανέμιζε. Μέσ’ απ’ τις σκιές οι χόμπιτ κρυφοκοίταξαν πίσω στην κατηφοριά: μικρές κρυφές μορφές που στο μισόφωτο έμοιαζαν σαν παιδιά των Ξωτικών στα βάθη των χρόνων που κοίταζαν έξω απ’ το Άγριο Δάσος κι απορούσαν βλέποντας την Αυγή για πρώτη φορά.