Выбрать главу

— Αλλά δεν ξέρουμε αν ο Δαχτυλιδοκουβαλητής είναι μαζί τους ή όχι, είπε ο Άραγκορν. Θα τον εγκαταλείψουμε; Δε θα ’πρεπε πρώτα γι’ αυτόν να ψάξουμε; Δύσκολη επιλογή.

— Τότε, ας κάνουμε πρώτα ό,τι πρέπει να κάνουμε, είπε ο Λέγκολας. Δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε εργαλεία να θάψουμε το σύντροφο μας, όπως του πρέπει ή να υψώσουμε τύμβο πάνωθέ του. Θα μπορούσαμε να τον σκεπάσουμε με μια ξερολιθιά.

— Ο κόπος θα ήταν μεγάλος και θα μας έπαιρνε πολλή ώρα: δεν υπάρχουν πέτρες γι’ αυτή τη δουλειά, παρά μονάχα κοντά στην ακροποταμιά, είπε ο Γκίμλι.

— Τότε, ας τον βάλουμε σε μια βάρκα με τα όπλα του και τα όπλα των νικημένων εχθρών του, είπε ο Άραγκορν. Θα τον στείλουμε στους Καταρράκτες του Ράουρος και θα τον παραδώσουμε στον Άντουιν. Ο Ποταμός της Γκόντορ θα τον φυλάξει τουλάχιστον, ώστε κανένα κακόβουλο πλάσμα να μην ατιμάσει τα κόκαλά του.

Γρήγορα έψαξαν τα σώματα των Ορκ και μάζεψαν σ’ ένα σωρό τα σπαθιά, τα σκισμένα κράνη και τις ασπίδες τους.

— Δείτε! φώναξε ο Άραγκορν. Εδώ βρίσκουμε σημάδια.

Και μέσ’ απ’ το σωρό των αποκρουστικών όπλων ξεχώρισε δυο μαχαίρια διακοσμημένα χρυσά και κόκκινα με λάμα σαν το φύλλο· και ψάχνοντας πιο πέρα βρήκε και τα θηκάρια, μαύρα, στολισμένα με μικρά κόκκινα πετράδια.

— Αυτά δεν είναι όπλα των Ορκ! είπε. Τα είχαν οι χόμπιτ. Χωρίς αμφιβολία οι Ορκ τους αφόπλισαν, αλλά φοβήθηκαν να κρατήσουν τα μαχαίρια, γιατί κατάλαβαν τι είναι: δουλειά της Μακρινής Δύσης, με χαραγμένα πάνω τους ξόρκια μαγικά για το χαμό της Μόρντορ. Λοιπόν, τώρα, αν ζουν ακόμα, οι φίλοι μας είναι άοπλοι. Θα τα πάρω μαζί μου αυτά, με τη μικρή ελπίδα πως ίσως και να τους τα ξαναδώσω.

— Κι εγώ, είπε ο Λέγκολας, θα μαζέψω όλα τα βέλη που θα μπορέσω να βρω, γιατί η φαρέτρα μου είναι άδεια.

Έψαξε στο σωρό και στη γη εκεί γύρω και βρήκε αρκετά που ήταν ακόμα γερά και ήταν μακρύτερα από τα βέλη που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι Ορκ. Τα κοίταξε με προσοχή.

Κι ο Άραγκορν κοίταξε τους νεκρούς και είπε:

— Εδώ βρίσκονται πολλοί που δεν είναι απ’ τη Μόρντορ. Μερικοί είναι απ’ το Βοριά, απ’ τα Ομιχλιασμένα Βουνά, σύμφωνα με όσα ξέρω για τους Ορκ και τις ράτσες τους. Κι είναι κι άλλοι εδώ άγνωστοι σε μένα. Ο εξοπλισμός τους δε μοιάζει καθόλου με εξοπλισμό Ορκ!

Ήταν τέσσερις στραβομούτσουνοι πολεμιστές μεγαλύτεροι στο μπόι, μαυριδεροί, λοξομάτηδες, με χοντρά πόδια και μεγάλα χέρια. Ήταν οπλισμένοι με κοντά πλατιά σπαθιά, κι όχι με τα γυριστά γιαταγάνια που συνηθίζουν οι Ορκ· κι είχαν τόξα από κυπαρισσόξυλο, που στο σχήμα και στο μέγεθος έμοιαζαν με τα τόξα των Ανθρώπων. Πάνω στις ασπίδες τους είχαν ένα παράξενο έμβλημα: ένα μικρό άσπρο χέρι σε μαύρο πλαίσιο· στο μπροστινό μέρος του σιδερένιου τους κράνους είχαν ένα ρουνικό Σ φτιαγμένο από κάποιο άσπρο μέταλλο.

— Δεν έχω ξαναδεί τέτοια εμβλήματα άλλη φορά, είπε ο Άραγκορν. Τι σημαίνουν;

— Το Σ είναι για το Σόρον, είπε ο Γκίμλι. Είναι εύκολο να το καταλάβεις.

— Όχι! είπε ο Λέγκολας. Ο Σόρον δε χρησιμοποιεί τα ρουνικά των Ξωτικών.

— Ούτε χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα ούτε επιτρέπει να το γράφουν ή να το προφέρουν, είπε ο Άραγκορν. Και δε χρησιμοποεί άσπρο. Οι Ορκ στην υπηρεσία του Μπαράντ-ντουρ χρησιμοποιούν το έμβλημα του Κόκκινου Ματιού.

Στάθηκε για μια στιγμή συλλογισμένος.

— Το Σ φαντάζομαι πως είναι για το Σάρουμαν, είπε τέλος. Κάτι κακό μαγειρεύεται στο Ίσενγκαρντ και η Δύση δε βρίσκεται σε ασφάλεια πια. Είναι όπως ακριβώς το φοβόταν ο Γκάνταλφ: με κάποιον τρόπο ο προδότης Σάρουμαν έμαθε για το ταξίδι μας. Ίσως κιόλας να ξέρει και για την πτώση του Γκάνταλφ. Αυτοί που μας καταδίωκαν απ’ τη Μόρια μπορεί να ξέφυγαν την επαγρύπνηση του Λόριεν ή μπορεί να κατάφεραν να το παρακάμψουν και να πήγαν στο Ίσενγκαρντ από άλλους δρόμους. Οι Ορκ ταξιδεύουν γρήγορα. Αλλά ο Σάρουμαν έχει πολλούς τρόπους να μαθαίνει νέα. Θυμάστε τα πουλιά;

— Λοιπόν, είπε ο Γκίμλι, δεν έχουμε καιρό να λύνουμε αινίγματα. Ελάτε να πάρουμε από δω τον Μπορομίρ!

— Αλλά ύστερα θα πρέπει να λύσουμε τα αινίγματα, αν είναι να διαλέξουμε τη σωστή πορεία, απάντησε ο Άραγκορν.

— Ίσως και να μην υπάρχει σωστή εκλογή, είπε ο Γκίμλι.

Παίρνοντας το τσεκούρι του Νάνος τώρα έκοψε αρκετά κλαδιά. Τα έδεσαν μεταξύ τους με χορδές από τόξα κι άπλωσαν πάνω τις μπέρτες τους. Σ’ αυτό το προχειροφτιαγμένο φορείο μεταφέρανε το σώμα του συντρόφου τους στην ακροποταμιά, μαζί με όσα τρόπαια της τελευταίας μάχης ξεδιάλεξαν για να στείλουν μαζί του. Ο δρόμος ως την ακροποταμιά δεν ήταν μακρύς, όμως δυσκολεύτηκαν στη μεταφορά, γιατί ο Μπορομίρ ήταν άντρας ψηλός και δυνατός.