Μακριά, πέρα απ’ το Μεγάλο Ποταμό και τα Καστανά Χώματα, λεύγες και λεύγες μακριά, έφτασε η Αυγή κόκκινη σαν φλόγα. Δυνατά αντήχησαν τα κυνηγετικά βούκινα να την υποδεχτούν. Οι Καβαλάρηδες του Ρόαν ζωντάνεψαν ξαφνικά. Τα βούκινα ξανακούστηκαν.
Ο Μέρι και ο Πίπιν άκουσαν ξεκάθαρα στον παγωμένο αέρα τα χλιμιντρίσματα των πολεμικών αλόγων και το ξαφνικό τραγούδι πολλών αντρών. Το κεφάλι του Ήλιου ανασηκώθηκε, ένα τόξο φωτιάς, πάνω απ’ την άκρη του κόσμου. Τότε, βγάζοντας μια μεγάλη κραυγή, οι Καβαλάρηδες έκαναν επίθεση απ’ την Ανατολή· το κόκκινο φως άστραφτε πάνω σε πανοπλίες και κοντάρια. Οι Ορκ ούρλιαζαν κι έριχναν τα τελευταία βέλη που τους απόμεναν. Οι χόμπιτ είδαν αρκετούς καβαλάρηδες να πέφτουν η γραμμή τους όμως δεν έσπασε, αλλά ανέβηκαν το λόφο, τον πέρασε, γύρισε πίσω και όρμησε ξανά. Όσοι απ’ τους επιδρομείς είχαν μείνει ζωντανοί, τότε έσπασαν και το ’βαλαν στα πόδια, εδώ κι εκεί, και οι καβαλάρηδες τους κυνήγησαν κι έναν έναν τους σκότωσαν. Μια ομάδα όμως, όλοι μαζί σε σχήμα μαύρης σφήνας, προχωρούσαν σταθερά μπροστά με κατεύθυνση το δάσος. Όρμησαν ίσα πάνω στην ανηφοριά προς το μέρος των χόμπιτ που κοίταζαν. Τώρα πλησίαζαν και φαινόταν σίγουρο πως θα ξέφευγαν: είχαν κιόλας κατακόψει τρεις καβαλάρηδες που τους έκοβαν το δρόμο.
— Πολλή ώρα κοιτάμε, είπε ο Μέρι. Να ο Ουγκλούκ! Δε θέλω να τον ξανασυναντήσω.
Οι χόμπιτ έστριψαν και το ’βαλαν στα πόδια βαθιά στις σκιές του δάσους.
Έτσι δεν είδαν την τελευταία φάση, όταν ο Ουγκλούκ βρέθηκε στριμωμγένος στην άκρη του Φάνγκορν όπου τον πρόλαθαν. Εκεί, τέλος, τον έκοψε ο Έομερ, ο Τρίτος Στρατάρχης του Μαρκ, που ξεπέζεψε και τον πολέμησε σπαθί με σπαθί. Και παντού στα πλατιά λιβάδια οι αετομάτηδες Καβαλάρηδες κυνήγησαν τους ελάχιστους Ορκ που είχαν απομείνει κι είχαν ακόμα το κουράγιο να τρέξουν.
Κι ύστερα, όταν έβαλαν τους νεκρούς συντρόφους τους σ’ έναν τύμβο κι έψαλαν τα κατορθώματά τους, οι Καβαλάρηδες άναψαν μια μεγάλη φωτιά και σκόρπισαν τις στάχτες των εχθρών τους. Έτσι τέλειωσε η επιδρομή και κανένα νέο γι’ αυτή δεν έφτασε ποτέ ούτε στη Μόρντορ ούτε στο Ίσενγκαρντ· αλλά ο καπνός απ’ τη φωτιά ανέβηκε ψηλά στα ουράνια και τον είδαν πολλά άγρυπνα μάτια.
Κεφάλαιο IV
Ο ΔΕΝΤΡΟΓΕΝΗΣ
Στο μεταξύ οι χόμπιτ προχωρούσαν μ’ όση ταχύτητα τους άφηνε το σκοτεινό και δύσβατο δάσος, ακολουθώντας την όχθη του γρήγορου ποταμιού, ανηφορικά προς τη δύση κατά τις πλαγιές των βουνών, όλο και πιο βαθιά στο Φάνγκορν. Σιγά σιγά ο φόβος τους για τους Ορκ έσβησε και το βήμα τους έκοψε. Ένα παράξενο πνιγερό αίσθημα τους πλάκωσε, λες κι ο αέρας να είχε γίνει πολύ λεπτός κι αραιός για ν’ ανασάνουν.
Τέλος ο Μέρι σταμάτησε.
— Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, είπε με κομμένη την ανάσα. Θέλω λίγο αέρα.
— Πάντως, ας πιούμε λιγάκι νερό, είπε ο Πίπιν. Έχει κολλήσει η γλώσσα μου.
Ανέβηκε σε μια μεγάλη ρίζα που κατέβαινε κάτω ως το ποτάμι και σκύβοντας μάζεψε λίγο νερό στις χούφτες του. Ήταν καθαρό και παγωμένο και ήπιε πολλές βαθιές ρουφηξιές. Ο Μέρι τον ακολούθησε. Το νερό τούς αναζωογόνησε και φάνηκε να δίνει χαρά στην καρδιά τους· για λίγη ώρα κάθισαν στην άκρη του νερού, βρέχοντας τις πονεμένες τους πατούσες και τα πόδια τους και κοιτάζοντας τα δέντρα που στέκονταν σιωπηλά γύρω τους, ατέλειωτες σειρές, ώσπου έσβηναν σ’ ένα γκρίζο μισόφωτο παντού γύρα).
— Δε φαντάζομαι να χαθήκαμε κιόλας; είπε ο Πίπιν, γέρνοντας πίσω στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου. Αν και μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε την κοίτη αυτού του ποταμιού, του Έντγουός ή όπως αλλιώς μου το ’πες, και να ξαναβγούμε έξω απ’ τον ίδιο δρόμο που ήρθαμε.
— Θα μπορούσαμε, αν άντεχαν τα πόδια μας, είπε ο Μέρι· κι αν μπορούσαμε ν’ ανασάνουμε κανονικά.
— Ναι, είναι πολύ θαμπά και πνιγερά εδώ, είπε ο Πίπιν. Μου θυμίζει κάπως το παλιό δωμάτιο στο Μεγάλο Σπίτι των Τουκ. πέρα μακριά στα Σμάιαλ του Τούκμπορο: ένα τεράστιο δωμάτιο, που δεν του έχουν μετακινήσει ποτέ τα έπιπλα, γενιές τώρα. Λένε πως ο Γερο-Τουκ ζούσε εκεί μέσα πολλά χρόνια και πως αυτός και το δωμάτιο γερνούσαν και πάλιωναν μαζί — και δεν το ’χουν πειράξει από τότε που πέθανε, εδώ κι έναν αιώνα. Κι ο Γερο-Γερόντιος ήταν προπροπάππος μου: δηλαδή, έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Αλλά εκείνο το δωμάτιο ούτε που μπορεί να συγκριθεί με το αίσθημα του παλιού, που σου δίνει αυτό το δάσος. Κοίταξε όλα αυτά τα κλαμένα, σερνάμενα γένια και μουστάκια από λειχήνες! Και τα περισσότερα δέντρα φαίνονται μισοσκεπασμένα με κουρελιασμένα ξερά φύλλα, που δεν έχουν πέσει ποτέ! Ακατάστατα! Δεν μπορώ να φανταστώ τον ερχομό της άνοιξης εδώ, αν, βέβαια, έρχεται ποτέ· κι ακόμα λιγότερο μια ανοιξιάτικη γενική καθαριότητα.