Выбрать главу

Σαν έφτασαν στην άκρη του νερού, ο Άραγκορν έμεινε πίσω να φυλάει το φορείο, ενώ ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι ξεκίνησαν βιαστικά με τα πόδια για το Παρθ Γκάλεν. Ήταν ένα μίλι μακριά, ίσως και περισσότερο, κι έκαναν αρκετή ώρα μέχρι να γυρίσουν κωπηλατώντας γρήγορα στις δυο βάρκες.

— Κάτι παράξενο συμβαίνει! είπε ο Λέγκολας. Είχε δυο μόνο βάρκες στην όχθη. Δε βρήκαμε πουθενά την άλλη.

— Πέρασαν Ορκ από κει; ρώτησε ο Άραγκορν.

— Δεν είδαμε σημάδια τους, απάντησε ο Γκίμλι. Εξάλλου οι Ορκ θα είχαν πάρει ή θα είχαν καταστρέψει και όλες τις βάρκες και τις αποσκευές μαζί.

— Θα κοιτάξω την περιοχή όταν πάμε εκεί, είπε ο Άραγκορν. Τώρα έβαλαν τον Μπορομίρ στη μέση της βάρκας που θα τον έπαιρνε μακριά. Την γκρίζα κουκούλα και τον ξωτικο-μανδύα τον δίπλωσαν και τον έβαλαν κάτω απ’ το κεφάλι του. Χτένισαν τα μακριά μαύρα μαλλιά του και τ’ άπλωσαν στους ώμους του. Η χρυσή ζώνη του Λόριεν έλαμπε γύρω απ’ τη μέση του. Πλάι του έβαλαν το κράνος του και στο στήθος του ακούμπησαν το κομματιασμένο του Βούκινο και τη λαβή και τα κομμάτια απ’ το σπασμένο του σπαθύ κάτω, στα πόδια του, έβαλαν τα σπαθιά των εχθρών του. Μετά, δένοντας την πλώρη στην πρύμνη της άλλης βάρκας, τον τράβηξαν στο νερό. Κωπηλάτησαν λυπημένα κοντά στην ακροποταμιά και κάνοντας στροφή στο γοργοκύλιστο κανάλι προσπέρασαν το πράσινο λιβάδι του Παρθ Γκάλεν. Οι απόκρημνες πλαγιές του Τολ Μπράντιρ φεγγοβολούσαν ήταν απομεσήμερο. Καθώς προχωρούσαν νότια απ’ το Ράουρος σηκώθηκε αχνός και ήταν σαν ένα χρυσαφένιο σύννεφο να τρεμόπαιζε μπροστά τους. Η ορμή και το βουητό του καταρράκτη ανατάραζαν την άπνοη ατμόσφαιρα.

Με θλίψη έλυσαν τη νεκρώσιμη βάρκα: εκεί ήταν ξαπλωμένος ο Μπορομίρ, αναπαυμένος, ειρηνικός, γλιστρώντας στην αγκαλιά του νερού που κυλούσε. Το ρεύμα τον πήρε, ενώ εκείνοι συγκρατούσαν τη δική τους βάρκα με τα κουπιά. Ο Μπορομίρ τους προσπέρασε κι αργά η βάρκα του ξεμάκρυνε μέχρι που έγινε ένα μαύρο σημαδάκι μες στο χρυσαφένιο φως· και ύστερα ξαφνικά χάθηκε. Ο Ράουρος συνέχισε να μουγκρίζει. Ο Ποταμός πήρε τον Μπορομίρ, το γιο του Ντένεθορ, και δεν τον ξανάδαν πια στη Μίνας Τίριθ να στέκεται το πρωί, όπως συνήθιζε, στο Λευκό Πύργο. Αλλά στην Γκόντορ, για πολύν καιρό αργότερα, έλεγαν πως η ξωτικο-βάρκα πέρασε τους καταρράκτες και την αφρισμένη λίμνη και τον πέρασε απ’ την Οσγκίλιαθ και τις πολλές εκβολές του Άντουιν και τον έφερε στη Μεγάλη Θάλασσα κάτω από το φως των αστεριών.

Για λίγη ώρα οι τρεις σύντροφοι έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας προς τα εκεί που είχε χαθεί. Τέλος, μίλησε ο Άραγκορν:

— Θα γυρεύουν να τον δουν απ’ το Λευκό Πύργο, είπε, αλλά αυτός δε θα φανεί να ’ρχεται ούτε απ’ το βουνό ούτε απ’ τη θάλασσα.

Ύστερα αργά άρχισε να τραγουδάει:

Μέσ’ απ’ του Ρόαν τα λιβάδια και χα βαλτοτόπια, που χόρτο ολοπράσινο βγαίνει Ο Αγέρας της Δύσης περνά και τα τείχη ολόγυρα περιδιαβαίνει. — Τι νέα απ’ τη Δύση απόψε μου φέρνεις, γοργόφτερο αγέρι; Έχεις δει τον Ψηλό Μπορομίρ μ’ αστροφώς ή φεγγάρι; — Τον είδα εφτά ποταμούς γκρίζους, πλατιούς να περνά. Τον είδα ερημιές να διαβαίνει, να χάνεται πέρα μακριά Στου Βοριά τις σκιές. Κι ύστερα δεν τον αντάμωσα πια. Μπορεί ο Βοριάς τον απόγονου τον Ντένεθορ το σάλπισμα να ’χει ακουστά. — Μπορομίρ, Μπορομίρ! Απ’ τα τείχη ψηλά αγναντεύω πέρα στη Δύση, Μα δεν ήρθες εσύ απ’ τις χώρες τις άδειες όπ’ άνθρωπος δεν έχει ζήσει.

Ύστερα τραγούδησε ο Λέγκολας:

Απ’ το στόμα της Θάλασσας πνέει ο Νοτιάς, τους αμμόλοφους, τ’ άγρια βράχια· Μεταφέρει των γλάρων το κρώξιμο και κάτω στην πύλη βογκά. — Τι μου φέρνεις απόψε, Νοτιά, Άνεμε, π’ αναστενάζεις; Πού ’ναι τώρα ο καλός Μπορομίρ; Καθυστέρησε κι έχω πίκρα μεγάλη. — Το πού βρίσκεται μη με ρωτάς — τόσα κόκαλα κείνται απλωμένα Στις κατάλευκες ακρογιαλιές και στις μαυροδαρμένες ακτές. Αναρίθμητοι έχουν κατέβει τον Άντουιν για να βρούνε τη θάλασσα την κυματούσα, Το Βοριά που τους στέλνει φυσώντας εδώ, αυτόν θα ρωτούσα. — Μπορομίρ! Το στρατί για το Νότο απ’ την πύλη περνά και στη θάλασσα βγαίνει, Μα δεν ήρθες εσύ με τους γλάρους που κλαιν’, με τ’ αγέρι που πνέει.

Ύστερα ξανατραγούδησε ο Άραγκορν:

Ο Βοριάς κατεβαίνει μ’ ορμή απ’ την Πύλη των Βασιλιάδων και πίσω του αφήνει τους καταρράκτες· Κι ολοκάθαρος, κρύος σαλπίζει τρανά στις επάλξεις ψηλά. — Τι νέα μου φέρνεις από το Βοριά, πανίσχυρο αγέρι, Για τον Άφοβο τον Μπορομίρ; Γιατί λείπει καιρό κι έχει καθυστερήσει. — Στο Άμον Χεν η φωνή του ακούστη, που πολέμησε πλήθος εχθρούς. Στο ποτάμι απόθεσαν τη σχισμένη ασπίδα, το σπασμένο σπαθί. Την περήφανη όψη, τα μέλη του νεκροστολίσαν Και ο Ράουρος ο χρυσαφένιος τον πήρε αγκαλιά. — Μπορομίρ! Το Καστρί της Φρουράς βορινα πάντα θενά κοιτάζει Στο Ράουρος, το Χρυσό Καταρράκτη, ως να τελειώσει ο κόσμος.