Έτσι τελείωσαν. Ύστερα γύρισαν τη βάρκα τους και κωπηλάτησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αντίθετα στο ρεύμα, πίσω για το Παρθ Γκάλεν.
— Αφήσατε τον Ανατολικό Άνεμο σ’ εμένα, είπε ο Γκίμλι, αλλά δε θα πω τίποτα γι’ αυτόν.
— Κι έτσι πρέπει, είπε ο Άραγκορν. Στη Μίνας Τίριθ υπομένουν τον Ανατολικό Άνεμο, αλλά δεν τον ρωτούν για νέα. Τώρα όμως ο Μπορομίρ πήρε το δρόμο του κι εμείς πρέπει να βιαστούμε να διαλέξουμε το δικό μας.
Έψαξε στο πράσινο γρασίδι, γρήγορα αλλά και με προσοχή, σκύβοντας συχνά στη γη.
— Δεν πάτησαν Ορκ σ’ αυτό το μέρος, είπε. Αλλά τίποτ’ άλλο δεν μπορώ να διακρίνω με σιγουριά. Όλων μας τα αποτυπώματα είναι εδώ, το ένα πάνω στ’ άλλο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κανένας απ’ τους χόμπιτ γύρισε πίσω από τότε που άρχισε το ψάξιμο για το Φρόντο. Γύρισε στην ακροποταμιά, κοντά εκεί που το ρυάκι χυνόταν στον Ποταμό. Εδώ τα ίχνη είναι καθαρά, είπε. Ένας χόμπιτ μπήκε κι ύστερα βγήκε απ’ το νερό· αλλά δεν μπορώ να πω πότε.
— Πώς, λοιπόν, εξηγείς αυτόν το γρίφο; ρώτησε ο Γκίμλι.
Ο Άραγκορν δεν απάντησε αμέσως, αλλά πήγε πίσω στον καταυλισμό και κοίταξε τις αποσκευές.
— Λείπουν δυο σακίδια, είπε, και το ένα είναι σίγουρα του Σαμ· ήταν μάλλον μεγάλο και βαρύ. Να, λοιπόν, η εξήγηση: ο Φρόντο έφυγε με τη βάρκα κι ο υπηρέτης του πήγε μαζί του. Ο Φρόντο θα πρέπει να γύρισε την ώρα που όλοι λείπαμε. Εγώ θρήκα το Σαμ ν’ ανεβαίνει στο λόφο και του είπα να μ’ ακολουθήσει· αλλά φαίνεται καθαρά πως δεν το ’κανε. Μάντεψε το σκοπό του αφεντικού του και γύρισε πίσω εδώ πριν να φύγει ο Φρόντο. Και δε θα το βρήκε καθόλου εύκολο ν’ αφήσει το Σαμ πίσω!
— Αλλά γιατί μας άφησε και δίχως κουβέντα μάλιστα; είπε ο Γκίμλι. Πολύ παράξενο!
— Και πολύ γενναίο, είπε ο Άραγκορν. Ο Σαμ είχε δίκιο, νομίζω. Ο Φρόντο δεν ήθελε να πάρει μαζί του κανένα φίλο του στο θάνατο στη Μόρντορ. Αλλά ήξερε πως έπρεπε να πάει ο ίδιος. Κάτι θα ’γινε μετά που μας άφησε, που τον έκανε να ξεπεράσει τους φόβους και τις αμφιβολίες του.
— Ίσως να τον κυνήγησαν οι Ορκ και να το ’βαλε στα πόδια, είπε ο Λέγκολας.
— Σίγουρα το ’βαλε στα πόδια, είπε ο Άραγκορν, αλλά όχι, νομίζω, εξαιτίας των Ορκ.
Ο Άραγκορν όμως δεν είπε τι νόμιζε πως ήταν η αιτία της ξαφνικής απόφασης του Φρόντο να το βάλει στα πόδια. Τα τελευταία λόγια του Μπορομίρ τα κράτησε μυστικά για πολύν καιρό.
— Λοιπόν, ένα τουλάχιστον είναι τώρα ξεκαθαρισμένο, είπε ο Λέγκολας: ο Φρόντο δε βρίσκεται πια απ’ αυτή τη μεριά του Ποταμού. Μονάχα αυτός μπορούσε να πάρει τη βάρκα. Κι ο Σαμ είναι μαζί του αυτός μόνο θα ’παιρνε το σακίδιό του.
— Άρα, πρέπει να διαλέξουμε, είπε ο Γκίμλι, ή να πάρουμε τη βάρκα που απομένει και ν’ ακολουθήσουμε το Φρόντο ή ν’ ακολουθήσουμε πεζή τους Ορκ. Και στις δυο περιπτώσεις οι ελπίδες μας είναι πολύ μικρές. Έχουμε κιόλας χάσει πολύτιμες ώρες.
— Αφήστε με να σκεφτώ! είπε ο Άραγκορν. Και τώρα μακάρι να πάρω τη σωστή απόφαση και ν’ αλλάξω την κακοτυχιά αυτής της θλιβερής μέρας!
Στάθηκε σιωπηλός για μια στιγμή.
— Θ’ ακολουθήσω τους Ορκ, είπε τέλος. Είχα όλη την καλή διάθεση να οδηγήσω το Φρόντο στη Μόρντορ και να πάω μαζί του ως το τέλος· αλλά, αν αρχίσω τώρα να τον ψάχνω στις ερημιές, θα πρέπει να εγκαταλείψω τους αιχμάλωτους στα βασανιστήρια και στο θάνατο. Η καρδιά μου μιλάει καθαρά επιτέλους: η μοίρα του Κουβαλητή δεν είναι πια στα χέρια μου. Η Ομάδα έπαιξε το ρόλο της. Όμως, εμείς που απομένουμε δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τους συντρόφους μας, όσο ακόμα μας απομένουν δυνάμεις. Ελάτε! Θα ξεκινήσουμε τώρα. Αφήστε πίσω ό,τι δε θα χρειαστούμε! Θα πρέπει να βιαστούμε μέρα και νύχτα!
Τράβηξαν την τελευταία βάρκα και την πήγαν ως τα δέντρα. Από κάτω της έβαλαν όσα απ’ τα πράγματά τους δε χρειάζονταν και δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί. Ύστερα άφησαν το Παρθ Γκάλεν. Το απόγευμα έφευγε καθώς ξαναγύρισαν στο ξέφωτο που είχε πέσει ο Μπορομίρ. Εκεί βρήκαν τα ίχνη των Ορκ. Δε χρειαζόταν και πολλή επιδεξιότητα για να τα βρουν.
— Κανείς άλλος δεν κάνει τέτοιο ποδοπάτημα, είπε ο Λέγκολας. Μοιάζουν να χαίρονται να κομματιάζουν και να ρίχνουν κάτω ό,τι φυτρώνει, ακόμα κι αν δεν τους εμποδίζει.
— Προχωρούν όμως με μεγάλη ταχύτητα, είπε ο Άραγκορν, και δεν κουράζονται. Κι αργότερα ίσως χρειαστεί να ψάξουμε για το δρόμο εκεί που το έδαφος είναι σκληρό και γυμνό.
— Λοιπόν, ξοπίσω τους! είπε ο Γκίμλι. Και οι Νάνοι μπορούν να πάνε γρήγορα και δεν κουράζονται γρηγορότερα απ’ τους Ορκ. Αλλά το κυνηγητό θα κρατήσει πολύ, έχουν ξεκινήσει εδώ και πολλή ώρα.