— Ναι, είπε ο Άραγκορν, θα χρειαστούμε όλη την αντοχή των Νάνων. Αλλά ελάτε! Ελπίζοντας ή όχι, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη των εχθρών μας. Κι αλίμονό τους αν αποδειχτούμε πιο γρήγοροι απ’ αυτούς! Θα κάνουμε τέτοιο κυνηγό, που θα το θεωρήσουν θαύμα οι Τρεις Λαοί μας: Τα Ξωτικά, οι Νάνοι και οι Άνθρωποι. Εμπρός οι Τρεις Κυνηγοί!
Όρμησε μπροστά σαν ελάφι. Έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα και ασταμάτητα τους οδηγούσε, ακούραστος και γρήγορος, τώρα που είχε αποφασίσει πια. Άφησαν τα γύρω από τη λίμνη δάση πίσω. Σκαρφάλωσαν πλαγιές που διαγράφονταν σκοτεινές και τραχιές στο βάθος τ’ ουρανού, που κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα. Έφτασε το σούρουπο. Κι αυτοί περνούσαν, γκρίζες σκιές στην πέτρινη γη.
Κεφάλαιο II
ΟΙ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΡΟΑΝ
Σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. Χαμηλότερα, πίσω τους, ομίχλη απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα και καθόταν στις χλωμές όχθες του Άντουιν, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Τ’ αστέρια βγήκαν. Το φεγγάρι στη γέμιση του ταξίδευε στη Δύση και οι σκιές στους βράχους ήταν μαύρες. Είχαν φτάσει στους πρόποδες των πέτρινων λόφων και το βήμα τους ήταν πιο αργό, γιατί δεν ήταν πια εύκολο να ακολουθούν τα ίχνη. Εδώ τα ψηλώματα του Έμιν Μιούιλ απλώνονταν απ’ το Βοριά στο Νότο, χωρισμένα σε δυο ακανόνιστες κορυφογραμμές. Η δυτική πλευρά κάθε κορυφογραμμής ήταν απόκρημνη και δυσκολοδιάβατη, αλλά οι ανατολικές πλαγιές ήταν πιο ομαλές, οργωμένες από πολλές νεροσυρμές και στενά φαράγγια. Όλη τη νύχτα οι τρεις σύντροφοι σκαρφάλωναν με δυσκολία σ’ αυτή τη σκληρή σαν το κόκαλο γη, ανεβαίνοντας στην κορφή της πρώτης και ψηλότερης κορυφογραμμής και κατεβαίνοντας πάλι στη σκοτεινιά μιας βαθιάς ελικωτής κοιλάδας στην άλλη πλευρά.
Εκεί, στην ήσυχη δροσερή ώρα πριν χαράξει, ξεκουράστηκαν για λίγο. Το φεγγάρι μπροστά τους είχε από πολλή ώρα δύσει και τ’ αστέρια έλαμπαν ψηλά· το πρώτο φως της μέρας δεν είχε ακόμα φανεί στους σκοτεινούς λόφους πίσω τους. Για μια στιγμή ο Άραγκορν βρέθηκε σε αμηχανία: τα ίχνη των Ορκ είχαν κατεβεί ως την κοιλάδα, αλλά εκεί χάθηκαν.
— Προς τα πού να ’στριψαν, νομίζεις; είπε ο Λέγκολας. Στο βοριά για να πάνε πιο ίσια για το Ίσενγκαρντ ή το Φάνγκορν, αν, όπως λες, ήταν αυτός ο σκοπός τους; Ή νότια για να πέσουν στον Έντγουός;
— Δε θα τραβούσαν για το ποτάμι, όποιος κι αν είναι ο προορισμός τους, είπε ο Άραγκορν. Και, εκτός κι αν τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά στο Ρόαν και η δύναμη του Σάρουμαν έχει μεγαλώσει πολύ, θα πάρουν το συντομότερο δρόμο που θα βρουν μέσ’ απ’ τα χωράφια των Ροχίριμ. Ας ψάξουμε στο βοριά!
Η κοιλάδα προχωρούσε σαν πέτρινη νεροσυρμή ανάμεσα στις δυο λοφοσειρές και στο βάθος ένα ρυάκι κυλούσε λιγοστό ανάμεσα στα βράχια. Δεξιά τους υψωνόταν μια σκυθρωπή λοφοπλαγιά αριστερά τους γκρίζες πλαγιές, θαμπές και αξεδιάκριτες μέσα στην προχωρημένη νύχτα. Προχώρησαν Βόρεια ένα μίλι, ίσως και παραπάνω. Ο Άραγκορν έψαχνε, σκυμμένος στη γη, ανάμεσα στις πτυχές και στις νεροσυρμές που ανέβαζαν στη δυτική λοφοσειρά. Ο Λέγκολας βρισκόταν αρκετή απόσταση μπροστά. Ξαφνικά το Ξωτικό έβγαλε μια φωνή και οι άλλοι έτρεξαν κοντά του.
— Να που προλάβαμε μερικούς απ’ αυτούς που κυνηγάμε, είπε. Δείτε!
Έδειξε με το δάχτυλό του κι αυτοί είδαν πως αυτά, που τα ’χαν περάσει στην αρχή για κοτρόνια πεσμένα στα πόδια της πλαγιάς, ήταν κάτι κουβαριασμένα κορμιά. Πέντε νεκροί Ορκ κείτονταν εκεί. Τους είχαν σφάξει με πολλές σκληρές μαχαιριές και δυο ήταν αποκεφαλισμένοι. Η γη ήταν υγρή από το μαύρο τους αίμα.
— Να κι άλλος γρίφος! είπε ο Γκίμλι. Που, όμως, χρειάζεται το φως της μέρας κι αυτό δεν μπορούμε να το περιμένουμε.
— Όμως, όπως κι αν τον εξηγήσεις, δε φαίνεται δίχως ελπίδες, είπε ο Λέγκολας. Εχθροί των Ορκ είναι σχεδόν σίγουρα δικοί μας φίλοι. Ζει κανείς σ’ αυτούς τους λόφους;
— Όχι, είπε ο Άραγκορν. Οι Ροχίριμ έρχονται σπάνια εδώ, κι είναι μακριά απ’ τη Μίνας Τίριθ. Ίσως κάποια ομάδα Ανθρώπων να είχε βγει κυνήγι εδώ, γι’ άγνωστους σ’ εμάς λόγους. Δε νομίζω όμως.
— Τι νομίζεις; ρώτησε ο Γκίμλι.
— Νομίζω πως ο εχθρός έφερνε μαζί του τον εχθρό, απάντησε ο Άραγκορν. Αυτοί εδώ είναι Βόρειοι Ορκ από μακριά. Ανάμεσά τους δεν είναι κανείς απ’ τους μεγάλους Ορκ με τα παράξενα εμβλήματα. Καβγάς θα ’γινε, υποθέτω: δεν είναι πράγμα ασυνήθιστο μ’ αυτού του είδους τα όντα. Ίσως κάποια διαφωνία για το δρόμο.
— Ή για τους αιχμάλωτους, είπε ο Γκίμλι. Ας ελπίσουμε πως δε βρήκαν κι αυτοί το τέλος τους εδώ.
Ο Άραγκορν έψαξε γύρω γύρω την περιοχή, αλλά δε βρέθηκαν άλλα σημάδια του καβγά. Πήραν ξανά το δρόμο. Ο ουρανός ανατολικά χλώμιαζε κιόλας· τ’ άστρα ξεθώριαζαν κι ένα γκρίζο φως άρχισε αργά να δυναμώνει. Λίγο πιο βόρεια βρήκαν ένα φαράγγι απ’ όπου ένα μικρό ρυάκι, που κατέβαινε στριφογυριστό, είχε ανοίξει έναν πέτρινο δρόμο ως την κοιλάδα. Εκεί φύτρωναν κάτι θάμνοι και είχε τούφες γρασίδι στις όχθες του.