Выбрать главу

— Επιτέλους! είπε ο Άραγκορν. Να τα σημάδια που γυρεύουμε! Να ο δρόμος που πήραν οι Ορκ ύστερα απ’ τη διαφωνία τους, ανηφόρισαν το ρέμα.

Γρήγορα τώρα οι κυνηγοί έστριψαν κι ακολούθησαν το νέο μονοπάτι. Λες κι ήταν φρέσκοι φρέσκοι από νυχτερινή ανάπαυση, πηδούσαν από πέτρα σε πέτρα. Τέλος, έφτασαν στην κορφή του γκρίζου λόφου κι ένα ξαφνικό αεράκι φύσηξε στα μαλλιά τους κι ανέμισε τους μανδύες τους: το κρύο αγέρι της αυγής.

Κοιτάζοντας πίσω είδαν αντίπερα απ’ τον Ποταμό τους μακρινούς λόφους να παίρνουν φωτιά. Η μέρα πετάχτηκε στον ουρανό. Η κόκκινη άκρη του ήλιου ανέβηκε πάνω απ’ τις σκοτεινές πλάτες της γης. Μπροστά τους στη Δύση ο κόσμος απλωνόταν ακίνητος, ασχημάτιστος, σταχτής· αλλά, ενώ κοίταζαν, οι σκιές της νύχτας διαλύθηκαν και τα χρώματα γύρισαν στη γη που ξυπνούσε: πράσινο απλώθηκε στα πλατιά λιβάδια του Ρόαν άσπρες ομίχλες λαμπύριζαν στις νεροκοιλάδες— και πέρα μακριά, αριστερά, τριάντα λεύγες ή και παραπάνω, γαλάζια και πορφυρένια στέκονταν τα Λευκά Βουνά με μαύρες γυαλιστερές κορφές, σκεπασμένες στην άκρη με αστραφτερό χιόνι, ρόδινα με τα ρόδα της αυγής.

— Γκόντορ! Γκόντορ! φώναξε ο Άραγκορν. Μακάρι να σε ξανάβλεπα σε πιο ευτυχισμένη ώρα! Αλλά ο δρόμος μου δεν πάει ακόμα στο νοτιά, στα φωτεινά σου ρυάκια.

Ω Γκόντορ! Γκόντορ, ανάμεσα στη Θάλασσα και στα Βουνά! Αγέρι Δυτικό φυσούσε κει· το φως στο Ασημί Δεντρί Έπεφτε σαν φωτεινή βροχή στους κήπους των αρχαίων Βασιλιάδων. Τείχη περήφανα! Πύργοι λευκοί! Ω στέμμα φτερωτό και χρυσαφένιε θρόνε! Ω Γκόντορ, Γκόντορ! Θα δουν πάλι οι Ανθρώποι τ’ Ασημένιο Δεντρί, Θα φυσήξει ο Ζέφυρος άλλη φορά απ’ τη Θάλασσα ως τα Βουνά;

— Πάμε τώρα! είπε παίρνοντας τα μάτια του απ’ το Νοτιά μακριά και κοιτάζοντας δυτικά και βορινά, στο δρόμο που έπρεπε να πάρει.

Η λοφοκορφή που στέκονταν οι σύντροφοι κατέβαινε απότομα μπροστά στα πόδια τους. Κάπου εκατόν είκοσι πόδια ή και περισσότερο πιο κάτω, είχε ένα φαρδύ ανώμαλο πλάτωμα, που κοβόταν απότομα στην άκρη ενός κατακόρυφου γκρεμού: ο Ανατολικός Τοίχος του Ρόαν. Έτσι τέλειωνε το Έμιν Μιούιλ και οι πράσινοι κάμποι των Ροχίριμ απλώνονταν μπροστά τους ως εκεί που έβλεπε το μάτι τους.

— Δείτε! φώναξε ο Λέγκολας, δείχνοντας ψηλά στο χλωμό ουρανό. Να τος πάλι ο αετός! Είναι πολύ ψηλά. Τώρα φαίνεται να πετάει και να φεύγει από δω για το Βοριά. Πηγαίνει με μεγάλη ταχύτητα. Δείτε!

— Όχι, ούτε και τα δικά μου μάτια δεν μορούν να τον δουν, καλέ μου Λέγκολας, είπε ο Άραγκορν. Πρέπει στ’ αλήθεια να ’ναι πολύ ψηλά. Άραγε ποια να ’ναι η αποστολή του, αν είναι το ίδιο πουλί που είδα και πριν. Αλλά, δείτε! Βλέπω κάτι πιο κοντά και πιο επείγον κάτι κουνιέται στην πεδιάδα!

— Πολλά, είπε ο Λέγκολας. Είναι μια μεγάλη ομάδα πεζών δεν μπορώ όμως να διακρίνω τι είναι. Είναι πολλές λεύγες μακριά: δώδεκα θα ’λεγα, αλλά η ισάδα του κάμπου δύσκολα μετριέται.

— Πάντως, εγώ νομίζω πως δε χρειαζόμαστε πια τα χνάρια για να μας πουν από πού να πάμε, είπε ο Γκίμλι. Ας βρούμε δρόμο να κατεβούμε στα χωράφια, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

— Αμφιβάλλω αν θα βρεις δρόμο πιο σύντομο απ’ αυτόν που έχουν διαλέξει οι Ορκ, είπε ο Άραγκορν.

Ακολούθησαν τους εχθρούς τους τώρα στο καθαρό φως της μέρας. Φαινόταν πως οι Ορκ είχαν προχωρήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Πότε πότε οι κυνηγοί έβρισκαν πράγματα που τους είχαν πέσει ή τα είχαν πετάξει: σακίδια από τροφές, κόρες και ξεροκόμματα από σκληρό γκρίζο ψωμί, ένα μαύρο σκισμένο μανδύα, ένα βαρύ σιδερόπροκο παπούτσι κομματιασμένο στα βράχια. Τα ίχνη τούς οδηγούσαν βόρεια, κατά μήκος της πλαγιάς, και τέλος έφτασαν σε μια βαθιά χαράδρα σκαμμένη στο βράχο από ένα χείμαρρο που κυλούσε με θόρυβο κάτω. Μέσ’ απ’ τη στενή χαράδρα ένα ανώμαλο μονοπάτι κατέβαινε σαν απόκρημνη σκάλα ως κάτω στην πεδιάδα.

Όταν κατέβηκαν, βρέθηκαν παράξενα κι απότομα στο γρασίδι του Ρόαν. Κυμάτιζε σαν πράσινη θάλασσα ως τα πόδια του Έμιν Μιούιλ. Ο χείμαρρος χάθηκε σε μια πυκνή συστάδα από κάρδαμα και υδρόβια φυτά και τον άκουγαν ν’ απομακρύνεται ανάμεσα από πράσινα περάσματα, να κατεβαίνει τις ομαλές πλαγιές και να τραβάει κατά τους βάλτους της Κοιλάδας του Έντγουός, πέρα. Τους φάνηκε πως άφησαν το χειμώνα να καθυστερεί στους λόφους πίσω. Εδώ ο αέρας ήταν πιο απαλός και ζεστός, κι ελαφρά αρωματικός, λες και η άνοιξη να αναδευόταν κιόλας και οι χυμοί να κυλούσαν πάλι στα βλαστάρια και στα φύλλα. Ο Λέγκολας πήρε μια βαθιά αναπνοή, σαν κάποιον που πίνει μια μεγάλη ρουφηξιά ύστερα από μεγάλη δίψα σε ξεροτόπια.