Выбрать главу

— Αχ! Η μυρωδιά του πράσινου! είπε. Είναι καλύτερη κι από τον πιο καλό ύπνο. Ελάτε να τρέξουμε!

— Ελαφρά πόδια μπορούν να τρέξουν γρήγορα εδώ, είπε ο Άραγκορν. Ίσως πιο γρήγορα από τους σιδεροπαπουτσωμένους Ορκ. Τώρα έχουμε την ευκαιρία να μικρύνουμε την απόσταση!

Πήγαιναν στη σειρά, τρέχοντας σαν κυνηγιάρικα σκυλιά που ακολουθούν μια δυνατή μυρωδιά, και τα μάτια τους έλαμπαν. Σχεδόν σε ίσια γραμμή, δυτικά, το πεσμένο χορτάρι απ’ τα πόδια των Ορκ σχημάτιζε ένα απαίσιο πέρασμα· το μυρωμένο χορτάρι του Ρόαν είχε τραυματιστεί και είχε μαυρίσει στο πέρασμά τους. Ξαφνικά ο Άραγκορν έβγαλε μια φωνή κι έστριψε.

— Σταθείτε! φώναξε. Μη μ’ ακολουθείτε ακόμα!

Έτρεξε γρήγορα δεξιά απ’ την κυρίως πορεία. Είχε δει κάτι πατήματα, που πήγαιναν προς τα κει, ξεχωρίζοντας από τ’ άλλα τα σημάδια, από μικρά ξιπόλητα πόδια. Όμως, δεν πήγαιναν μακριά πριν τα κόψουν ίχνη από Ορκ, που έρχονταν κι αυτά από την κυρίως πορεία και από πίσω και από μπρος κι ύστερα γύριζαν απότομα πίσω κι έσβηναν μέσα στ’ άλλα. Στην άκρη άκρη ο Άραγκορν έσκυψε και μάζεψε κάτι απ’ το χορτάρι· έπειτα έτρεξε πίσω.

— Ναι, είπε, είναι πολύ καθαρά: πατήματα από πόδι χόμπιτ. Νομίζω του Πίπιν. Είναι μικρότερος απ’ τον άλλον. Και δείτε αυτό!

Σήκωσε ψηλά κάτι που γυάλισε στο φως του ήλιου. Έμοιαζε με φρεσκοανοιγμένο φύλλο οξιάς, όμορφο και παράξενο σ’ αυτή την άδεντρη πεδιάδα.

— Η καρφίτσα απ’ ένα ςωτικο-μανδύα! είπαν μαζί ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι.

— Δεν πέφτουν στα χαμένα τα φύλλα του Λόριεν, είπε ο Άραγκορν. Αυτό δεν έπεσε τυχαία: το έριξαν για σημάδι σ’ όποιον ακολουθούσε. Νομίζω ότι ο Πίπιν βγήκε απ’ την πορεία γι’ αυτόν το σκοπό.

— Τότε ήταν τουλάχιστο ζωντανός, είπε ο Γκίμλι. Και δούλευαν και το μυαλό και τα πόδια του. Αυτό είναι ενθαρρυντικό. Δεν κυνηγάμε μάταια.

— Ας ελπίσουμε πως δεν το πλήρωσε πολύ ακριβά το θάρρος του, είπε ο Λέγκολας. Ελάτε! Πάμε! Η σκέψη πως αυτά τα χαρούμενα ανθρωπάκια τα σέρνουν σαν τα ζώα, μου καίει την καρδιά.

Ο ήλιος ανέβηκε στο ζενίθ κι ύστερα άρχισε σιγά να κατηφορίζει στον ουρανό. Απ’ τη θάλασσα μακριά στο Νοτιά σηκώθηκαν κάτι συννεφάκια, αλλά τα πήρε τ’ αγέρι και τα ’διωξε. Ο ήλιος χαμήλωσε. Σκιές σηκώθηκαν από πίσω κι άπλωσαν τα μακριά τους χέρια απ’ την Ανατολή. Και οι κυνηγοί ακόμα συνέχιζαν. Μια μέρα είχε τώρα περάσει από τότε που έπεσε ο Μπορομίρ, και οι Ορκ ήταν ακόμα πολύ μακριά. Τώρα πια δε φαίνονταν καθόλου στην ίσια πεδιάδα.

Καθώς οι νυχτοσκιές τούς κύκλωναν, ο Άραγκορν σταμάτησε. Μόνο δυο φορές στην πορεία της μέρας είχαν ξεκουραστεί λιγάκι και τώρα δώδεκα λεύγες βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στον ανατολικό τοίχο που είχαν σταθεί την αυγή.

— Φτάσαμε τέλος σε μια δύσκολη εκλογή, είπε. Να ξεκουραστούμε τη νύχτα ή να συνεχίσουμε όσο αντέχουμε;

— Αν σταματήσουμε για ύπνο, οι εχθροί μας θα μας αφήσουν πολύ πίσω, εκτός και ξεκουραστούν κι αυτοί, είπε ο Λέγκολας.

— Κάπου δεν πρέπει και οι Ορκ ακόμα να σταματήσουν την πορεία; είπε ο Γκίμλι.

— Σπάνια ταξιδεύουν οι Ορκ στ’ ανοιχτά τη μέρα κι όμως τούτοι το ’καναν, είπε ο Λέγκολας. Είναι βέβαιο πως δε θα ξεκουραστούν τη νύχτα.

— Αλλά αν βαδίσουμε τη νύχτα δεν μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη τους, είπε ο Γκίμλι.

— Τα ίχνη πάνε ίσια και δε στρίβουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ως εκεί που βλέπουν τα μάτια μου, είπε ο Λέγκολας.

— Ίσως θα μπορούσα να σας οδηγήσω μαντεύοντας στο σκοτάδι αρκετά καλά, είπε ο Άραγκορν αλλά αν χάσουμε το δρόμο ή αν αυτοί στρίψουν, τότε σαν ξημερώσει μπορεί να καθυστερήσουμε πολύ μέχρι να ξαναβρούμε τα ίχνη.

— Και υπάρχει και κάτι ακόμα, είπε ο Γκίμλι: μόνο τη μέρα μπορούμε να δούμε αν κάποια ίχνη απομακρύνονται. Αν κάποιος αιχμάλωτος το σκάσει, ή αν κάποιον τον πάνε αλλού, ανατολικά, ας πούμε, στο Μεγάλο Ποταμό, κατά τη Μόρντορ. Μπορεί να περάσουμε τα σημάδια και να μην το πάρουμε καθόλου είδηση.

— Σωστά, είπε ο Άραγκορν. Αλλά, αν διάβασα τα σημάδια εκεί πίσω σωστά, οι Ορκ του Άσπρου Χεριού έχουν υπερισχύσει κι όλη η ομάδα τώρα τραβάει για το Ίσενγκαρντ. Ο δρόμος που ακολουθούν τώρα συμφωνεί με την άποψή μου.

— Θα ήταν όμως πολύ βιαστικό να είμαστε σίγουροι για τα σχέδιά τους, είπε ο Γκίμλι. Κι αν αποδράσουν; Στο σκοτάδι θα είχαμε προσπεράσει τα σημάδια που σ’ έφεραν στην καρφίτσα.

— Μετά απ’ αυτό οι Ορκ θα ’χουν διπλά το νου τους και οι αιχμάλωτοι θα ’ναι ακόμα πιο κουρασμένοι, είπε ο Λέγκολας. Δε θα ξεφύγουν πάλι, αν εμείς δεν επέμβουμε. Πώς θα γίνει, δεν ξέρω, αλλά πρώτα πρέπει να τους προλάβουμε.

— Όμως ακόμα κι εγώ, Νάνος, που ’χω κάνει πολλά ταξίδια, και δεν είμαι ο λιγότερο γερός του λαού μου, δεν μπορώ να πάω όλο το δρόμο ως το Ίσενγκαρντ τρέχοντας χωρίς καμιά στάση, είπε ο Γκίμλι. Κι εμένα μου καίγεται η καρδιά και μακάρι να ’χα ξεκινήσει νωρίτερα· αλλά τώρα πρέπει να ξεκουραστώ λιγάκι για να τρέξω καλύτερα. Κι αν θα ξεκουραστούμε, τότε η τυφλή νύχτα είναι η πιο κατάλληλη ώρα.