Выбрать главу

— Είπα πως ήταν δύσκολη εκλογή, είπε ο Άραγκορν. Πού καταλήγουμε;

— Εσύ είσαι ρ οδηγός μας, είπε ο Γκίμλι, και είσαι εξασκημένος στο κυνηγητό. Εσύ θα διαλέξεις.

— Να συνεχίσω μου λέει η καρδιά μου, είπε ο Λέγκολας. Αλλά πρέπει να μείνουμε μαζί. Θ’ ακολουθήσω τη συμβουλή σου.

— Αφήνετε την εκλογή σε κάποιον που διαλέγει άσχημα, είπε ο Άραγκορν. Από τότε που περάσαμε το Άργκοναθ, ό,τι διάλεξα πήγε στραβά.

Σώπασε, κοιτάζοντας βόρεια και δυτικά στο σκοτάδι που πύκνωνε, για πολλή ώρα.

— Δε θα προχωρήσουμε στο σκοτάδι, είπε τέλος. Ο κίνδυνος να χάσουμε τα ίχνη ή άλλα σημάδια μού φαίνεται πιο μεγάλος. Αν το Φεγγάρι έριχνε αρκετό φως, θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε, αλλά — αλίμονο! — πέφτει νωρίς κι είναι ακόμα μικρό και χλωμό.

— Κι απόψε οπωσδήποτε είναι κρυμμένο στα σύννεφα, μουρμούρισε ο Γκίμλι. Μακάρι η Κυρά να μας είχε δώσει φως, σαν το δώρο που έδωσε στο Φρόντο!

— Η χρεία του θα είναι μεγαλύτερη εκεί που το ’δωσε, είπε ο Άραγκορν. Αυτός έχει την αληθινή Αποστολή. Η δική μας είναι μικρή υπόθεση στα μεγάλα έργα αυτού του καιρού. Ένα μάταιο κυνηγητό απ’ την αρχή, ίσως, που καμιά δική μου εκλογή δεν μπορεί ούτε να χαλάσει ούτε να φτιάξει. Λοιπόν, διάλεξα: Γι’ αυτό, ας χρησιμοποιήσουμε την ώρα όσο πιο καλά μπορούμε!

Ξάπλωσε στη γη κι αποκοιμήθηκε αμέσως, γιατί είχε να κοιμηθεί απ’ τη νύχτα κάτω απ’ τη σκιά του Τολ Μπράντιρ. Πριν καλά καλά χαράξει, ξύπνησε και σηκώθηκε. Ο Γκίμλι κοιμόταν ακόμα βαθιά, αλλά ο Λέγκολας στεκόταν και κοίταζε βορινά στη σκοτεινιά, σκεφτικός και σιωπηλός σαν νιο δεντρί μια άπνοη νύχτα.

Είναι πολύ μακριά, είπε λυπημένα, γυρίζοντας κατά τον Άραγκορν. Μου λέει η καρδιά μου πως δεν ξεκουράστηκαν απόψε. Μόνον αετός θα μπορούσε να τους προλάβει τώρα.

— Πάντως εμείς θα συνεχίσουμε να τους ακολουθούμε, όπως μπορούμε, είπε ο Άραγκορν.

Έσκυψε και ξύπνησε το Νάνο.

— Έλα! Πρέπει να φύγουμε, είπε. Τα ίχνη παγώνουν.

— Μα είναι σκοτάδι ακόμα, είπε ο Γκίμλι. Ακόμα κι ο Λέγκολας σε μια λοφοκορφή δε θα μπορούσε να τους δει, αν δε βγει ο Ήλιος.

— Φοβάμαι πως τα μάτια μου δεν μπορούν πια να τους δουν ούτε από λόφο ούτε από πεδιάδα, είτε με ήλιο είτε με φεγγάρι, είπε ο Λέγκολας.

— Εκεί που δε φτάνουν τα μάτια, η γη μπορεί να μας δώσει πληροφορίες, είπε ο Άραγκορν. Η γη θα πρέπει να βογκάει κάτω από τα μισητά τους πόδια.

Ξαπλώθηκε στη γη με τ’ αυτί κολλημένο στο χορτάρι. Έμεινε εκεί ακίνητος, για τόση πολλή ώρα, που ο Γκίμλι αναρωτήθηκε μήπως λιποθύμησε ή μήπως είχε ξανακοιμηθεί. Χάραξε η αυγή κι αργά αργά το γκρίζο φως γύρω τους δυνάμωνε. Τέλος, σηκώθηκε και τώρα οι φίλοι του μπορούσαν να δουν το πρόσωπό του: ήταν χλωμό και τραβηγμένο και η ματιά του ανήσυχη.

— Οι πληροφορίες της γης είναι αμυδρές και μπερδεμένες, είπε. Τίποτα δεν περπατά για μίλια γύρω. Αμυδρά και μακρινά ακούγονται τα πόδια των εχθρών μας. Μα ακούγονται δυνατά οπλές αλόγων. Μου φαίνεται πως τ’ άκουγα, ξαπλωμένος χάμω όταν κοιμόμουνα και τάραζαν τα όνειρά μου: ποδοβολητά αλόγων που ταξίδευαν στη Δύση. Αλλά τωρα φεύγουν ακόμα πιο μακριά από μας, καλπάζουν στο Βοριά. Αναρωτιέμαι τι να συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα!

— Πάμε να φύγουμε! είπε ο Λέγκολας.

Έτσι η τρίτη μέρα της καταδίωξης άρχισε και προχώρησε με σύννεφα και άστατο ήλιο. Οι σύντροφοι δε σταμάτησαν σχεδόν καθόλου, αλλά, πότε περπατώντας και πότε τρέχοντας, συνέχιζαν, λες και καμιά κούραση δεν μπορούσε να σβήσει τη φωτιά που τους έκαιγε. Σπάνια μιλούσαν. Διέσχιζαν την ερημική απλωσιά κι οι ξωτικο-μανδύες τους χάνονταν στο γκριζοπράσινο χρώμα των λιβαδιών ακόμα και στο δροσερό φως του μεσημεριάτικου ήλιου πολύ λίγα μάτια, εκτός από μάτια Ξωτικών, μπορούσαν να τους διακρίνουν, εκτός κι αν ήταν πολύ κοντά. Συχνά μες στις καρδιές τους ευχαριστούσαν την Κυρά του Λόριεν για το δώρο του λέμπας, γιατί μπορούσαν να το φάνε και να πάρουν νέες δυνάμεις δίχως να σταματήσουν το τρέξιμο.

Όλη τη μέρα τα ίχνη των εχθρών τους οδηγούσαν ίσια μπροστά, βορειοδυτικά, χωρίς διακοπή ή στροφή. Καθώς για άλλη μια φορά η μέρα πλησίασε στο τέλος της, έφτασαν σε κάτι μακρουλές άδεντρες πλαγιές, που η γη ψήλωνε και φούσκωνε σχηματίζοντας μια σειρά καμπουριαστούς χαμηλούς λόφους. Τα ίχνη της πορείας των Ορκ έγιναν πιο ξέθωρα καθώς έστριψαν βορινά προς τα κει, γιατί η γη έγινε πιο σκληρή και το χόρτο χαμηλότερο. Μακριά, αριστερά, ο ποταμός Έντγουός κυλούσε σαν ασημένια κλωστή σε πράσινο δάπεδο. Τίποτα δε φαινόταν να κουνιέται. Συχνά ο Άραγκορν αναρωτήθηκε γιατί δεν είδαν σημάδι από ζώο ή άνθρωπο. Οι κατοικίες των Ροχίριμ ήταν κυρίως πολλές λεύγες μακριά στο Νοτιά, στα δασωμένα πόδια των Λευκών Βουνών, που τώρα ήταν κρυμμένα σε ομίχλες και σύννεφα· όμως οι Ιπποτρόφοι παλιότερα διατηρούσαν πολλά κοπάδια και στάβλους στο Ανατολικό Έμνετ, σ’ αυτή την ανατολική περιοχή της επικράτειάς τους, κι εκεί περιπλανιόνταν πολλοί βοσκοί, που ζούσαν σε καταυλισμούς και σε αντίσκηνα, ακόμα και το χειμώνα. Τώρα όμως όλη η γη ήταν άδεια και μια σιωπή απλωνόταν, που δεν έμοιαζε με την ηρεμία της ειρήνης.