— Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα.
— Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά μου. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. Έτσι το ‘θελε η μοίρα!
— Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα.
— Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να ‘ταν και άλλα! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν;
— Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές;
Ο Φτωχούλης γέλασε.
— Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε. Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν’ ακούσεις δικαιοσύνη.
— Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες.
— Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ’ ακούσεις με τ’ αυτιά σου. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο.
Τ’ αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα.
Έφθασαν αργά. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει.
Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς.
— Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
— Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες.
— Γιατί τον πάνε φυλακή;
— Ξέρω ‘γω! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. Ήταν όμως και κουτός! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. Του κλέψανε, λέει, και τ’ ωρολόγι του και δυο ασημένια τάληρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Δεν κάθουνταν στ’ αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη!
— Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο.
— Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.
— Όχι, αυτά δεν πρέπει να ‘χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής;
Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.
Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.
— Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.
— Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη.
— Μα δε μ’ αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.
— Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ’ ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι!
— Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Ο Βασιλιάς θα είναι!
Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα.
Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.